Βαθύτερα από την «κανονική» δομή της ύπαρξης. Μικρό σχόλιο στο «Όχι εγώ»

Όχι εγώ (1972)

(μτφ. Γ. Σ.)


Σκη­νή σκο­τει­νή αλ­λά το ΣΤΟ­ΜΑ στα δε­ξιά του κοι­νού, πε­ρί­που 8 πό­δια πά­νω από τη σκη­νή, ελα­φρά φω­τι­σμέ­νο από μπρο­στά και από κά­τω, το υπό­λοι­πο πρό­σω­πο στη σκιά. Αό­ρα­το μι­κρό­φω­νο.

ΑΚΡΟ­Α­ΤΗΣ, στο προ­σκή­νιο από την αρι­στε­ρή πλευ­ρά των θε­α­τών, ψη­λή όρ­θια φι­γού­ρα απροσ­διό­ρι­στου φύ­λου, τυ­λιγ­μέ­νη από το κε­φά­λι μέ­χρι τα πό­δια σε μαύ­ρο ύφα­σμα, με κου­κού­λα, στέ­κε­ται σε ένα αό­ρα­το podium πε­ρί­που 4 πό­δια ψη­λό. Η φι­γού­ρα φαί­νε­ται από τη στά­ση της μό­νο να κοι­τά­ει έντο­να δια­γω­νί­ως προς το ΣΤΟ­ΜΑ, απο­λύ­τως ακί­νη­τη εκτός από τέσ­σε­ρις σύ­ντο­μες κι­νή­σεις, όπου υπο­δει­κνύ­ε­ται. Βλ. Ση­μεί­ω­ση.

Κα­θώς τα φώ­τα της αί­θου­σας χα­μη­λώ­νουν, η φω­νή του ΣΤΟ­ΜΑ­ΤΟΣ ακού­γε­ται ακα­τά­λη­πτη πί­σω από την αυ­λαία. Τα φώ­τα της αί­θου­σας σβή­νουν. Η φω­νή συ­νε­χί­ζει ακα­τά­λη­πτη για 10 δευ­τε­ρό­λε­πτα πί­σω από την αυ­λαία. Με το που αρ­χί­σει να ση­κώ­νε­ται η αυ­λαία, αυ­το­σχε­διά­ζει από το κεί­με­νο για όσο χρό­νο χρειά­ζε­ται μέ­χρι να ση­κω­θεί τε­λεί­ως η αυ­λαία και να συ­γκε­ντρω­θεί η προ­σο­χή των θε­α­τών:

ΣΤΟ­ΜΑ: . . . έξω . . . μέ­σα σ’ αυ­τόν τον κό­σμο . . . αυ­τόν τον κό­σμο . . . μι­κρού­λι πραγ­μα­τά­κι . . . πριν από την ώρα του . . . σ’ ένα κα­τα­ραμ- . . . τι; . . . κο­ρί­τσι; . . . ναι . . . μι­κρό κο­ρι­τσά­κι . . . μέ­σα σ’ αυ­τήν . . . έξω μέ­σα σ’ αυ­τήν . . . πριν από την ώρα της . . . κα­τα­ρα­μέ­νη τρύ­πα που ονο­μά­ζε­ται . . . ονο­μά­ζε­ται . . . δεν έχει ση­μα­σία. . . . γο­νείς άγνω­στοι . . . δεν ακού­στη­καν . . . αυ­τός εξα­φα­νι­σμέ­νος . . . κα­πνός . . . ού­τε κα­λά-κα­λά το βρα­κί του δεν κού­μπω­σε . . . αυ­τή το ίδιο . . . ύστε­ρα από οχτώ μή­νες . . . με ακρί­βεια ρο­λο­γιού . . . άρα κα­μιά αγά­πη . . . τη γλί­τω­σε αυ­τή . . . χω­ρίς την αγά­πη που συ­νή­θως πνέ­ει προς το . . . άφω­νο βρέ­φος . . . στο σπί­τι . . . όχι . . . ού­τε πράγ­μα­τι για τον ίδιο λό­γο κα­νε­νός εί­δους . . . κα­νε­νός εί­δους αγά­πη . . . σε κά­θε ακό­λου­θο στά­διο . . . άρα τυ­πι­κή σχέ­ση . . . τί­πο­τε αξιο­ση­μεί­ω­το μέ­χρι τα εξή­ντα όταν- . . . τι; . . . εβδο­μή­ντα; . . . Θεέ μου! . . . φτά­νο­ντας στα εβδο­μή­ντα . . . πε­ρι­πλα­νιέ­ται σε ένα χω­ρά­φι . . . ψά­χνει ανέ­με­λα για πα­σχα­λί­τσες . . . για να φτιά­ξει μια μπά­λα . . . λί­γα βή­μα­τα με­τά στα­μα­τά­ει . . . κοι­τά­ει στο κε­νό . . . έπει­τα πα­ρα­κά­τω . . . με­ρι­κά ακό­μη . . . στα­μα­τά­ει και κοι­τά­ει ξα­νά επί­μο­να. . . και ού­τω κα­θε­ξής . . . βο­λο­δέρ­νει . . . όταν ξαφ­νι­κά . . . στα­δια­κά . . . όλα έσβη­σαν . . . όλο εκεί­νο το φως του Απρί­λη νω­ρίς . . . και αυ­τή βρέ­θη­κε στο- . . . τι; . . . ποια; . . . όχι! . . . αυ­τή! . . . [Παύ­ση και κί­νη­ση νο. 1] . . . βρέ­θη­κε στο σκο­τά­δι . . . και αν όχι ακρι­βώς . . . αναί­σθη­τη . . . αναί­σθη­τη . . . για­τί μπο­ρού­σε να ακού­ει ακό­μη το βου­η­τό . . . επο­νο­μα­ζό­με­νο . . . στα αυ­τιά . . . και μια αχτί­δα φω­τός ήρ­θε κι έφυ­γε . . . ήρ­θε κι έφυ­γε . . . σαν κι αυ­τή που μπο­ρεί να ρί­ξει το φεγ­γά­ρι . . . βο­λο­δέρ­νο­ντας . . . μέ­σα κι έξω απ’ το σύν­νε­φο . . . αλ­λά τό­σο θο­λή . . . νιώ­θει . . . νιώ­θει τό­σο θο­λή . . . δεν ήξε­ρε . . . σε ποια θέ­ση βρι­σκό­ταν . . . φα­ντά­σου! . . . σε ποια θέ­ση βρι­σκό­ταν! . . . αν ήταν όρ­θια . . . ή κα­θι­στή . . . αλ­λά το μυα­λό – . . . τι; . . . γο­να­τι­στή; . . . ναι . . . αν ήταν όρ­θια . . . ή κα­θι­στή . . . ή γο­να­τι­στή . . . αλ­λά το μυα­λό- . . . τι; . . . ξα­πλω­μέ­νη;; . . . ναι . . . αν ήταν όρ­θια. . . ή κα­θι­στή. . . ή γο­να­τι­στή . . . ή ξα­πλω­μέ­νη . . . αλ­λά το μυα­λό ακί­νη­το . . . ακί­νη­το . . . με κά­ποιον τρό­πο . . . για­τί η πρώ­τη σκέ­ψη της ήταν . . . ω πο­λύ αρ­γό­τε­ρα . . . ξαφ­νι­κή έκλαμ­ψη . . . με­γα­λω­μέ­νη όπως ήταν να πι­στεύ­ει . . . με τα άλ­λα ορ­φα­νά . . . σ’ έναν ευ­σπλα­χνι­κό . . . [Κο­φτό γέ­λιο.] . . . Θεό . . . [Δυ­να­τό γέ­λιο.] …

[…]

[Παύ­ση και κί­νη­ση νο. 4] . . . μι­κρού­λι πραγ­μα­τά­κι . . . βγή­κε πριν από την ώρα του . . . κα­τα­ρα­μέ­νη τρύ­πα . . . αγά­πη που­θε­νά . . . έκα­νε οι­κο­νο­μία στην αγά­πη . . . άφω­νη όλες τις μέ­ρες της . . . κυ­ριο­λε­κτι­κά άφω­νη . . . ακό­μα και προς τον εαυ­τό της . . . πο­τέ έξω φω­να­χτά . . . αλ­λά όχι εντε­λώς . . . με­ρι­κές φο­ρές ξαφ­νι­κή πα­ρόρ­μη­ση. . . μια ή δυο φο­ρές το χρό­νο . . . πά­ντα χει­μώ­νας ένας πε­ρί­ερ­γος λό­γος . . . τα με­γά­λα βρά­δια . . . ώρες του σκο­τα­διού . . . ξαφ­νι­κή πα­ρόρ­μη­ση να . . . πει . . . με­τά βγαί­νει βια­στι­κά έξω στα­μα­τά­ει στο πρώ­το που βλέ­πει μπρο­στά της . . . κο­ντι­νό­τε­ρο απο­χω­ρη­τή­ριο . . . αρ­χί­ζει να τα βγά­ζει . . . στα­θε­ρή ροή. . . τρε­λά πράγ­μα­τα . . . τα μι­σά φω­νή­ε­ντα λά­θος . . . κα­νείς δεν κα­τα­λά­βαι­νε . . . μέ­χρι να δει τα βλέμ­μα­τα που τις έρι­χναν . . . με­τά πέ­θαι­νε από ντρο­πή. . . μπου­σου­λού­σε πί­σω μέ­σα . . . μια ή δυο φο­ρές το χρό­νο . . . πά­ντο­τε χει­μώ­νας πε­ρί­ερ­γος λό­γος . . . μα­κρές ώρες του σκο­τα­διού . . . τώ­ρα αυ­τό . . . αυ­τό . . . γρη­γο­ρό­τε­ρα και πιο γρή­γο­ρα . . . οι λέ­ξεις . . . το μυα­λό. . . τρε­μο­σβή­νο­ντας μα­κριά σαν τρε­λό . . . γρή­γο­ρο άρ­παγ­μα και συ­νέ­χεια με­τά. . . τί­πο­τα εκεί . . . μό­νο κά­που αλ­λού . . . κά­νει προ­σπά­θεια κά­που αλ­λού . . . όλη την ώρα κά­τι ικε­τεύ­ει . . . κά­τι μέ­σα της ικε­τεύ­ει . . . ικε­τεύ­ο­ντας τα όλα να στα­μα­τή­σουν . . . δί­χως απά­ντη­ση . . . προ­σευ­χή δί­χως απά­ντη­ση . . . ή ανει­σά­κου­στη . . . πο­λύ αχνή . . . και έτσι. . . συ­νέ­χι­ζε . . . προ­σπα­θώ­ντας . . . μη γνω­ρί­ζο­ντας τι . . . τι ήταν αυ­τό που προ­σπα­θού­σε . . . τι να προ­σπα­θή­σει . . . όλο το σώ­μα σαν εξα­φα­νι­σμέ­νο . . . μό­νο το στό­μα . . . σαν τρε­λα­μέ­νο . . . και ού­τω κα­θε­ξής . . . συ­νέ­χι­σε να-. . . τι; . . . το βου­η­τό; ναι . . . όλη την ώρα το βου­η­τό . . . θο­λός βρυ­χηθ­μός σαν κα­ταρ­ρά­χτες . . . μέ­σα στο κρα­νίο . . . και η αχτί­δα . . . να ψα­χου­λεύ­ει . . . ανώ­δυ­νη . . . τό­σο μα­κριά . . . χα! . . . τό­σο μα­κριά . . . όλα αυ­τά . . . εμπρός συ­νέ­χι­σε . . . χω­ρίς να ξέ­ρεις τι . . . τι ήταν αυ­τή-. . . τι; . . . ποιά; . . . όχι! . . . αυ­τή! . . . ΑΥ­ΤΗ! . . . [Παύ­ση.] . . . τι προ­σπα­θού­σε . . . τι να προ­σπα­θή­σει . . . δεν έχει ση­μα­σία . . . συ­νέ­χι­σε [Η αυ­λαία αρ­χί­ζει να πέ­φτει.] . . . κα­τά­λα­βέ το στο τέ­λος . . . και με­τά πί­σω . . . ο Θε­ός εί­ναι αγά­πη . . . τρυ­φε­ρές ευ­σπλα­χνί­ες . . . και­νούρ­γιες κά­θε πρωί. . . πί­σω στο χω­ρά­φι . . . πρω­ι­νό του Απρί­λη . . . πρό­σω­πο στο γρα­σί­δι . . . κα­νείς άλ­λος μό­νο οι κο­ρυ­δαλ­λοί . . . σή­κω­σέ το-

(Η αυ­λαία πέ­φτει ολο­κλη­ρω­τι­κά. Η αί­θου­σα σκο­τει­νή. Η φω­νή συ­νε­χί­ζει πί­σω από την κουρ­τί­να, ακα­τά­λη­πτη, δέ­κα δευ­τε­ρό­λε­πτα, στα­μα­τά­ει κα­θώς η αί­θου­σα φω­τί­ζε­ται.)

[Ση­μεί­ω­ση. Κί­νη­ση: συ­νί­στα­ται στο να ση­κώ­νο­νται τα χέ­ρια από τα πλά­για και με­τά να πέ­φτουν, ως χει­ρο­νο­μία ανή­μπο­ρης συ­μπό­νιας. Γί­νε­ται όλο και πιο αδύ­να­μη σε κά­θε επα­νά­λη­ψη μέ­χρι που την τρί­τη φο­ρά γί­νε­ται μό­λις αντι­λη­πτή. Η παύ­ση διαρ­κεί αρ­κε­τά για αυ­τό το μι­κρό διά­στη­μα ώστε το ΣΤΟ­ΜΑ να συ­νέρ­χε­ται από την ανυ­πο­χώ­ρη­τη άρ­νη­ση του να εγκα­τα­λεί­ψει το τρί­το πρό­σω­πο.]

Βαθύτερα από την «κανονική» δομή της ύπαρξης.  Μικρό σχόλιο στο «Όχι εγώ»


Για να τε­λειώ­νου­με με την τυ­ραν­νία του ρε­α­λι­σμού…

    Αν θε­ω­ρή­σου­με ότι το έρ­γο του Σά­μιου­ελ Μπέ­κετ πα­ρου­σιά­ζει και επι­τε­λεί νέ­ες δο­μές της ύπαρ­ξης που αντι­στέ­κο­νται με το δι­κό τους τρό­πο σύ­ντα­ξης και ανα­σύ­ντα­ξης σε έναν κό­σμο ανοί­κειο και αναυ­θε­ντι­κό, το μο­νό­πρα­κτο Όχι εγώ από το 1972 δεν εί­ναι μό­νο ένα κα­θα­ρό απο­τύ­πω­μα μιας νέ­ας δια του λό­γου πρά­ξης, αλ­λά επι­τε­λεί τη διάρ­ρη­ξη των κα­νο­νι­κών δο­μών του λό­γου και της ύπαρ­ξης έξω από την τυ­ραν­νία του ρε­α­λι­σμού.[1] Kαι αν πρό­κει­ται για «το πιο υβρι­στι­κό και σφο­δρό έρ­γο του Μπέ­κετ»,[2] πρό­κει­ται και για μια χει­ρο­νο­μία ακύ­ρω­σης της κοι­νω­νι­κής επι­θυ­μί­ας για υπά­κου­ες και αι­σθη­τι­κά πει­θή­νιες φω­νές.

    Η ει­ρω­νι­κή δή­λω­ση του Μπέ­κετ ότι ήξε­ρε τη γυ­ναί­κα που μι­λά­ει ως Στό­μα στο Όχι εγώ, δεν ήταν μό­νο μια χλευα­στι­κή απα­ξί­ω­ση των όρων του ρε­α­λι­σμού, αλ­λά και μια επί­μο­νη υπεν­θύ­μι­ση ότι το έρ­γο του συγ­γρα­φέα «ανα­πα­ρι­στά» τον πραγ­μα­τι­κό κό­σμο και ταυ­τό­χρο­να μι­λά­ει για τους απο­συ­νά­γω­γους που δεν συ­νά­δουν με τις δο­μές ακό­μη και των δρό­μων του κό­σμου αυ­τού:

    Ήξερα αυτή τη γυναίκα στην Ιρλανδία. Ήξερα ποια ήταν –όχι αυτή συγκεκριμένα, μία ανύπαντρη γυναίκα, αλλά υπήρχαν τόσο πολλές από αυτές τις γριές γκιόσες που σκόνταφταν στις λωρίδες των δρόμων, στα χαντάκια, δίπλα στις σειρές των θάμνων. Η Ιρλανδία είναι γεμάτη από αυτά. Και την άκουσα να λέει αυτά που έγραψα στο Όχι εγώ. Πραγματικά τα άκουσα.[3]


    Η ποι­η­τι­κή της αντί­στα­σης απέ­να­ντι σε κά­θε βιο-πο­λι­τι­κή βού­λη­ση που επι­διώ­κει να πε­ριο­ρί­σει την αν­θρώ­πι­νη ζωή σε μια προσ­δο­κώ­με­νη κοι­νω­νι­κή ευ­τα­ξία, με­τα­δί­δε­ται στο έρ­γο του Μπέ­κετ αφε­νός ως άρ­νη­ση κά­θε κα­νο­νι­κο­ποι­η­τι­κής δο­μής και πι­θα­νώς ως απόρ­ρι­ψη της ίδιας της θε­σμι­κά δια­τε­ταγ­μέ­νης κα­νο­νι­κό­τη­τας. Και δου­λεύ­ο­ντας γύ­ρω από τα ερεί­πια της Ευ­ρώ­πης ο Μπέ­κετ δεν γρά­φει μό­νο για την «αν­θρω­πό­τη­τα σε ερεί­πια» από το τέ­λος του Β’ Πα­γκο­σμί­ου Πο­λέ­μου και εξής, αλ­λά πα­ρου­σιά­ζει εμ­φα­τι­κά την «αν­θρω­πι­νό­τη­τα σε ερεί­πια» ακό­μη και κα­τά τη δε­κα­ε­τία του 1970.

    Ιστο­ρι­κά ο Μπέ­κετ, ερ­χό­με­νος αντι­μέ­τω­πος με την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα της «αν­θρω­πό­τη­τας σε ερεί­πια»[4] με­τά τον Β’ Πα­γκό­σμιο Πό­λε­μο, στρά­φη­κε στους δρα­μα­τουρ­γι­κούς τρό­πους της αφαί­ρε­σης, της υπο­νό­μευ­σης και της απο­δό­μη­σης για να γί­νει ο «καλ­λι­τέ­χνης που έρ­χε­ται από το Τί­πο­τε»,[5] και για να «φι­λο­ξε­νη­θεί στο χά­ος»,[6] δί­νο­ντας σε αυ­τό το αν­θρώ­πι­νο χά­ος μια δυ­να­μι­κή υλι­κή μορ­φή.

     Ανα­γά­πη­τη, ανευ­λα­βής και ανυ­πό­χρεη σε χα­ντά­κι…

      Tο Στό­μα πα­ρα­θέ­τει την ιστο­ρία μιας εβδο­μη­ντά­χρο­νης γυ­ναί­κας που βρί­σκε­ται σε ένα εί­δος κοι­νω­νι­κής αφα­σί­ας και φί­μω­σης η οποία δια­κό­πτε­ται μια ή δυο φο­ρές το χρό­νο από την αστα­μά­τη­τη ροή μιας ομι­λί­ας. Η ομι­λία αυ­τή κα­θό­λου δεν συ­νά­δει με οτι­δή­πο­τε κα­νο­νι­κό ως λό­γο, αν και γί­νε­ται κα­τα­νοη­τή με την έντα­ση ενός εμε­τού ή ενός βιαί­ως ρέ­ο­ντος οχε­τού που έρ­χε­ται για να μο­λύ­νει τις κα­νο­νι­κές επι­φά­νειες του αι­σθη­τού.

      Η ηλι­κιω­μέ­νη γυ­ναί­κα δεν ανα­γνω­ρί­ζει τις λέ­ξεις που ακού­ει ως δι­κή της ομι­λία και αρ­νεί­ται την κυ­ριό­τη­τα της φω­νής («δεν ήταν κα­θό­λου δι­κή της. . . όχι κα­θό­λου η φω­νή της»), αλ­λά ανα­γκά­ζε­ται να ανα­γνω­ρί­σει τη φω­νή που ακού­ει ως δι­κή της, όταν συ­ναι­σθά­νε­ται τις φυ­σι­κές κι­νή­σεις του στό­μα­τος από τις οποί­ες πα­ρά­γε­ται ο λό­γος: «ξαφ­νι­κά ένιω­σε. . . στα­δια­κά ένιω­σε. . . τα χεί­λη της κι­νού­νται. . .».

      Λέ­γο­ντας μια ιστο­ρία σε τρί­το πρό­σω­πο, αρ­νεί­ται να μι­λή­σει εξ ονό­μα­τος του εαυ­τού της και μι­λά­ει ως ξέ­νη, αρ­θρώ­νο­ντας την απι­θα­νό­τη­τα της ορ­θής εκ­δή­λω­σης της γυ­ναι­κεί­ας φω­νής και διεκ­δι­κώ­ντας ταυ­τό­χρο­να το δι­καί­ω­μα ανα­φο­ράς στη γυ­ναι­κεία εμπει­ρία ως εφιάλ­τη της ύπαρ­ξης. Ο λό­γος αυ­τός βρί­σκε­ται βα­θύ­τε­ρα από την κα­νο­νι­κά προσ­δο­κώ­με­νη δο­μή της ύπαρ­ξης, επει­δή εξω­θή­θη­κε και απω­θή­θη­κε εκεί εκ­βια­στι­κά από αυ­τούς που δεν ανέ­χο­νταν την πα­ρου­σία και τη αλή­θεια του.

      Στο Όχι εγώ έβλε­πα πά­ντα μια σπα­ραγ­μέ­νη από τον κό­σμο της γυ­ναί­κα. Μια πο­δο­πα­τη­μέ­νη γυ­ναί­κα μέ­σα σε ένα χα­ντά­κι που σκά­φτη­κε από χέ­ρια αντρών. Την γυ­ναί­κα αυ­τή έχου­με δει όλοι μας. Και ο Μπέ­κετ στρέ­φει εμ­φα­τι­κά την προ­σο­χή μας σε αυ­τές τις ρωγ­μές του κό­σμου απ’ όπου εκ­βάλ­λο­νται αυ­τά τα Στό­μα­τα τα οποία δεν (ξα­να)μί­λη­σαν πο­τέ έξω φω­να­χτά...

      ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
       

      αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: