Παράδοξες επιπλοκές

Παράδοξες επιπλοκές

Ένα εί­δος πα­ρά­δο­ξου προ­κύ­πτει όταν ανα­λο­γι­ζό­μα­στε τη σχέ­ση του Μπέ­κετ και του Ντε­ρι­ντά με τις λέ­ξεις και τη δια­χεί­ρι­ση της αλή­θειας, με αυ­τό που με­τά από ιδιαί­τε­ρη για τον κα­θέ­να τους γλωσ­σι­κή επε­ξερ­γα­σία θα νοη­μα­το­δο­τη­θεί. Η διε­ρευ­νη­τι­κή ενερ­γη­τι­κό­τη­τα του Ντε­ρι­ντά φαί­νε­ται να έρ­χε­ται σε σύ­γκρου­ση με τη ρη­τή αδια­φο­ρία του Μπέ­κετ προς και μέ­σα σ’ έναν πα­ρα­λυ­μέ­νο και πα­ρα­λυ­τι­κό κό­σμο. Ο Μπέ­κετ γυ­ρί­ζει την πλά­τη του στον κό­σμο, ενώ ο Ντε­ρι­ντά εκ­φρά­ζει με συ­νέ­πεια έναν ανε­ξά­ντλη­το σκε­πτι­κι­σμό για τις προ­ϋ­πο­θέ­σεις που βοη­θούν τον Μπέ­κετ να δια­μορ­φώ­σει τη φι­λο­σο­φία και την αι­σθη­τι­κή του. Όμως εί­ναι ανα­με­νό­με­νο, βέ­βαια, ο Μπέ­κετ ν’ αρ­νιέ­ται να λαμ­βά­νει υπό­ψη του τον σκε­πτι­κι­σμό του Ντε­ρι­ντά ή τον δυ­να­μι­σμό που αυ­τός ανα­πτύσ­σει. Η φι­λο­σο­φι­κή θέ­ση του Ντε­ρι­ντά αντι­πα­ρα­βάλ­λε­ται στην προ­σω­πι­κή στά­ση του Μπέ­κετ. Εί­ναι ίσως αδύ­να­το στο τέ­λος να κα­τα­φέ­ρουν να ξε­κι­νή­σουν μια συ­ζή­τη­ση με­τα­ξύ τους, στην οποία δεν θα απο­κλεί­ει ο ένας τον άλ­λο.

Έχει νό­η­μα να απο­δο­μή­σου­με κά­τι που ήδη δεί­χνει ότι πά­νω απ’ όλα έχει επι­λέ­ξει τη συ­ντρο­φιά του δι­κού του τέ­λους, να απο­δο­μή­σου­με την απρο­θυ­μία ή την απά­θεια προς οποια­δή­πο­τε ση­μα­σία ή δρά­ση; Το εγ­χεί­ρη­μα θα πρέ­πει να αξί­ζει κά­ποια προ­σπά­θεια, κα­θώς η πα­ρά­λυ­ση του λό­γου που ο Μπέ­κετ εί­τε προ­ϋ­πο­θέ­τει εί­τε επι­διώ­κει δεν θα εί­χε προ­κύ­ψει αν πί­στευε στον λό­γο ως στέ­ρεη βά­ση με τις δι­κές της δο­μές, ιε­ραρ­χί­ες και πο­λι­κό­τη­τες. Η ει­κό­να του τί­πο­τε δεν μπο­ρεί να προ­κύ­ψει αν δεν του δώ­σου­με μια ταυ­τό­τη­τα, μια προ­έ­λευ­ση ή έναν σκο­πό που το δι­καιο­λο­γεί. Αυ­τό το τί­πο­τε (ή σχε­δόν τί­πο­τε, το οποίο δεν αλ­λά­ζει κά­τι για μας εδώ), το οποίο επι­διώ­κει ο Μπέ­κετ, δεν θα μπο­ρού­σε πο­τέ να βρει μια θέ­ση στον κό­σμο του Ντε­ρι­ντά, του­λά­χι­στον όχι μια θέ­ση που θα έμε­νε ανέ­με­λα απεί­ρα­χτη. Το εγώ που αρ­γο­πε­θαί­νει στα κεί­με­να του Μπέ­κετ δεν θα εί­χε κα­νέ­να λό­γο να το κά­νει στα κεί­με­να του Ντε­ρι­ντά, όπου εξαρ­χής εί­ναι απε­λευ­θε­ρω­μέ­να από τα όρια που θα τους έδι­ναν μια αυ­το­νό­η­τη υπο­κει­με­νι­κό­τη­τα. Το «κα­νέ­να από τα δύο» του Μπέ­κετ δια­φέ­ρει από αυ­τό του Ντε­ρι­ντά στο ότι απευ­θύ­νε­ται σε ένα τέ­λος, ενώ στον Ντε­ρι­ντά οδη­γεί σε μια ανοι­χτω­σιά πέ­ρα ​​από το άμε­σο και το αυ­το­νό­η­το.

Το σύ­ντο­μο κεί­με­νο του Μπέ­κετ «Μή­τε-μή­τε» απο­τυ­πώ­νει κα­λά τη σχέ­ση του με το τέ­λος ή το έγκλει­στο:

προς και από στη σκιά από την εσω­τε­ρι­κή στην εξω­τε­ρι­κή σκιά

από τον αδια­πέ­ρα­στο εαυ­τό στον αδια­πέ­ρα­στο ανε­αυ­τό

μέ­σα από μή­τε τον ένα μή­τε τον άλ­λο

όπως ανά­με­σα σε δύο φω­τι­σμέ­να κα­τα­φύ­για των οποί­ων οι πόρ­τες μό­λις

πλη­σιά­ζει κλεί­νουν απα­λά, μό­λις στρέ­φε­ται αλ­λού

χω­ρί­ζουν απα­λά και πά­λι

κα­λεί­ται μπρος πί­σω και απο­μα­κρύ­νε­ται

αδιά­φο­ρος για τον δρό­μο, προ­ση­λω­μέ­νος στη μια ανταύ­γεια

ή στην άλ­λη

πα­τή­μα­τα που δεν ακού­γο­νται ο μό­νος ήχος

ώσπου τε­λι­κά στα­μα­τούν για κα­λά, χά­νο­νται για κα­λά

από τον εαυ­τό και τον άλ­λο

με­τά κα­νέ­νας ήχος

με­τά απα­λά φως αμεί­ω­το πά­νω σε κεί­νο το αμε­λη­μέ­νο

μή­τε-μή­τε

σπί­τι απε­ρί­γρα­πτο

(As the story was told: Uncollected and late prose (John Calder 1990), 108-9. Για τη σχέ­ση του Ντε­ρι­ντά με το άλ­λο και την άρ­νη­ση: Rodolphe Gasché, Inventions of Difference: On Jacques Derrida (Harvard UP 1994, 212-213.)

Βέ­βαια ο Μπέ­κετ αφή­νει χώ­ρο για λί­γο φως, για κά­ποιον αμυ­δρό ήχο, την αί­σθη­ση ότι βρι­σκό­μα­στε σε κά­ποιο σπί­τι, έστω και αν αυ­τό εί­ναι αφό­ρη­το. Αλ­λά ακό­μη και αν η άρ­νη­ση του Μπέ­κετ δεν εί­ναι ορι­στι­κή και η στιγ­μή του θα­νά­του δεν έχει ακό­μη πραγ­μα­το­ποι­η­θεί, πα­ρα­μέ­νουν και οι δυο ανα­γνω­ρί­σι­μες και αναμ­φι­σβή­τη­τες, απο­τε­λούν μια δο­μή, η οποία μας προ­σφέ­ρε­ται ώστε να συ­νε­χί­σου­με να οι­κο­δο­μού­με με τρό­πο προ­βλέ­ψι­μο. Ο θά­να­τος και το τέ­λος εί­ναι κα­θο­ρι­στι­κής ση­μα­σί­ας σε ένα πλαί­σιο που θα εί­χε χά­σει κά­θε νό­η­μα αν μας επέ­τρε­πε να το αμ­φι­σβη­τή­σου­με. Όταν ο Πο­τζό στο Πε­ρι­μέ­νο­ντας τον Γκο­ντό λέ­ει ότι οι γυ­ναί­κες ξε­γεν­νούν «κα­βά­λα σ’ έναν τά­φο, η μέ­ρα λά­μπει για μια στιγ­μή, με­τά πέ­φτει πά­λι νύ­χτα» ή ο «Ομι­λη­τής» στην αρ­χή του «Μο­νό­λο­γου» απο­κα­λύ­πτει ότι «Η γέν­νη­ση ήταν ο θά­να­τός του», οι προ­θέ­σεις του Μπέ­κετ πρέ­πει να εί­ναι ξε­κά­θα­ρες, ώστε η δή­λω­σή του να εί­ναι σε θέ­ση να μας βρει με όλη της τη δύ­να­μη (μτφ. Δη­μή­τρης Δη­μη­τριά­δης, Μπά­στας-Πλέσ­σας 1995, 133-134 και Beckett, A piece of monologue, The complete dramatic works, Faber and Faber 1990, 425). Και ακρι­βώς η δύ­να­μη αυ­τή δί­νει στα κεί­με­να του Μπέ­κετ τη μο­να­δι­κό­τη­τά τους. Το να ρω­τάς τι εί­ναι «γυ­ναί­κα» ή «ημέ­ρα», κά­τι που θα έκα­νε ο Ντε­ρι­ντά, εί­ναι για τον Μπέ­κετ (όπως με ευ­γνω­μο­σύ­νη κα­τα­λα­βαί­νου­με) και αδιά­φο­ρο και πε­ριτ­τό.

Ο Simon Critchley, αφού έχει ανα­λύ­σει το δο­κί­μιο του Αντόρ­νο για το τέ­λος του υπο­κει­μέ­νου στο Τέ­λος του παι­χνι­διού του Μπέ­κετ, γρά­φει: «Αυ­τός που μι­λά­ει στο έρ­γο του Μπέ­κετ [Ο Ακα­τα­νό­μα­στος] σί­γου­ρα δεν εί­ναι ένα «εγώ», εί­ναι μάλ­λον «αυ­τός» [...], το τρί­το άτο­μο ή η απρό­σω­πη ου­δε­τε­ρό­τη­τα της γλώσ­σας» (Simon Critchley, Very little... almost nothing: Death, philosophy, literature, Routledge 1997, 174, 175 και 152). Αυ­τός που μι­λά­ει εί­ναι το «Όχι εγώ» της αϋ­πνι­κής αφη­γη­μα­τι­κής φω­νής που χά­σκει σαν το κε­νό στην εμπει­ρία της γλώσ­σας». Οι σκέ­ψεις αυ­τές ωστό­σο ακο­λου­θούν την προ­σπά­θεια του Critchley να δια­βά­σει τον Μπέ­κετ με βά­ση τις προ­σπά­θειες του Μπλαν­σό να πε­ρι­γρά­ψει μια αφή­γη­ση που υπερ­βαί­νει την πα­ρου­σία και την απου­σία του υπο­κει­μέ­νου, ενώ οι συλ­λο­γι­σμοί του αφη­γη­τή στο Ο Ακα­τα­νό­μα­στος μας αγ­γί­ζουν επει­δή αυ­τό σε με­γά­λο βαθ­μό εξαρ­τά­ται από ένα απτό εδώ και τώ­ρα, από τη σα­φή ιδιο­ποί­η­ση των λέ­ξε­ων και της σιω­πής. Όμως ο ίδιος ο Critchley έχει ήδη γρά­ψει ότι «εί­ναι θέ­μα με­τα­τρο­πής της απου­σί­ας νο­ή­μα­τος σε επί­τευγ­μα πα­ρά σε γε­γο­νός, με­τα­τρο­πής της απου­σί­ας νο­ή­μα­τος σε έρ­γο στα έρ­γα του Μπέ­κετ» (61). Δεν πρό­κει­ται λοι­πόν για ου­δε­τε­ρό­τη­τα με την έν­νοια που ο Μπλαν­σό δί­νει στη λέ­ξη, κα­θώς ένα έρ­γο ή ένα «επί­τευγ­μα», ακό­μη και όταν εί­ναι εντε­λώς κε­νό νο­ή­μα­τος, εί­ναι για τον Μπλαν­σό ακρι­βώς αυ­τό που ο συγ­γρα­φέ­ας ή το κεί­με­νο δεν μπο­ρεί πο­τέ να επι­τύ­χει. Αυ­τό που ο Μπλαν­σό απο­κα­λεί «désastre» (κα­τα­στρο­φή) ή «désoeuvrement» (απρα­ξία, απε­νερ­γο­ποί­η­ση, απερ­γο­ποί­η­ση) αφαι­ρεί από το έρ­γο και το υπο­κεί­με­νο οτι­δή­πο­τε θα τα κα­θι­στού­σε ανα­γνω­ρί­σι­μες και χρή­σι­μες οντό­τη­τες. Η άρ­νη­ση στον Μπέ­κετ παί­ζει ρό­λο θε­τι­κό, κα­θώς δη­μιουρ­γεί νό­η­μα για χά­ρη του έρ­γου, δί­νει στο έρ­γο ταυ­τό­τη­τα. Το γε­γο­νός ότι το νό­η­μα στο έρ­γο αναι­ρεί­ται, όπως πι­στεύ­ει ο Critchley, δεν του στε­ρεί τη θε­τι­κό­τη­τά του, την ικα­νό­τη­τά του να προ­ϋ­πο­θέ­τει έναν ασφα­λή τρό­πο επι­κοι­νω­νί­ας όταν μας απευ­θύ­νε­ται.

Εάν απο­δε­χτού­με τη συλ­λο­γι­στι­κή του Αντόρ­νο και στα κεί­με­να του Μπέ­κετ δια­βά­ζου­με «την ιστο­ρία του τέ­λους του υπο­κει­μέ­νου» (Critchley 148-149) ή την αδυ­να­μία του λό­γου να δη­μιουρ­γή­σει νό­η­μα σε ένα δε­δο­μέ­νο ευ­ρω­παϊ­κό πλαί­σιο, μπο­ρού­με ίσως τό­τε να ανα­ρω­τη­θού­με αν αυ­τή η δει­νή κα­τά­στα­ση θα εί­χε προ­κύ­ψει μέ­σα σε ένα άλ­λο πλαί­σιο, εντός μιας διαρ­κώς απο­δο­μη­τι­κής δρα­στη­ριό­τη­τας ή πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, όπου θα μπο­ρού­σα­με να απο­φύ­γου­με το σφι­χτα­γκά­λια­σμα του νο­ή­μα­τος, όχι σκο­τώ­νο­ντάς το ή αφή­νο­ντάς το να πε­θά­νει, αλ­λά αμ­φι­σβη­τώ­ντας τις προ­ϋ­πο­θέ­σεις του. Πώς θα ήταν ένα με­γά­λο μέ­ρος της σύγ­χρο­νης λο­γο­τε­χνί­ας και φι­λο­σο­φί­ας σή­με­ρα, αν αντί της άρ­νη­σης εί­χα­με επι­λέ­ξει την απο­δό­μη­ση ως δη­μιουρ­γι­κό υπό­στρω­μα; Μπο­ρού­με με­τά από τέ­τοιους συλ­λο­γι­σμούς να απο­δε­χτού­με την ανα­γκαιό­τη­τα των κει­μέ­νων του Μπέ­κετ και να τα απο­λαύ­σου­με πραγ­μα­τι­κά; Μπο­ρού­με ή πρέ­πει να δια­χω­ρί­σου­με τον φι­λο­σο­φι­κό από τον αι­σθη­τι­κό Μπέ­κετ;

Αυ­τές οι ερω­τή­σεις φυ­σι­κά εμ­φα­νί­ζουν τη σχέ­ση του Ντε­ρι­ντά με τον Μπέ­κετ προ­βλη­μα­τι­κή. Ο Ντε­ρι­ντά αι­σθά­νε­ται μια σα­φή εγ­γύ­τη­τα προς τον Μπέ­κετ, σε βαθ­μό που του εί­ναι δύ­σκο­λο να γρά­ψει γι’ αυ­τόν: «Ακρι­βώς λό­γω αυ­τής της εγ­γύ­τη­τας μου εί­ναι πο­λύ δύ­σκο­λο, πο­λύ εύ­κο­λο και πο­λύ δύ­σκο­λο. Ίσως τον απέ­φευ­γα λί­γο λό­γω αυ­τής της συ­νταύ­τι­σης» (Jacques Derrida, Acts of literature (επιμ. Derek Attridge, Routledge 1992, 60.) Τα κεί­με­να του Μπέ­κετ αγ­γί­ζουν τον φι­λό­σο­φο βα­θιά, αλ­λά τον κρα­τούν επί­σης σε από­στα­ση. Τα «γε­μά­τα δύ­να­μη» γαλ­λι­κά του Μπέ­κετ, εξη­γεί επι­πλέ­ον ο Ντε­ρι­ντά, δεν του αφή­νουν πο­λύ χώ­ρο να ανα­λύ­σει τη γλώσ­σα του Μπέ­κετ με τη βο­ή­θεια μιας απο­τε­λε­σμα­τι­κής με­τα-γλώσ­σας και να ανα­δεί­ξει την απε­λευ­θε­ρω­τι­κή υπέρ­βα­ση του νο­ή­μα­τος. Αυ­τό που έχει ήδη κά­νει με τον Τζό­υς, τον Τσέ­λαν ή τον Μπλαν­σό, λέ­ει ο Ντε­ρι­ντά, δεν μπο­ρεί να γί­νει με τον Μπέ­κετ, όχι ακό­μη πά­ντως. Στον Μπέ­κετ, ο Ντε­ρι­ντά βρί­σκει έναν αντι­φα­τι­κό μη­δε­νι­σμό. Όταν ρω­τή­θη­κε αν τα κεί­με­να του Μπέ­κετ εί­ναι ήδη «τό­σο “απο­δη­μη­τι­κά” ή “αυ­το­α­πο­δο­μη­τι­κά” που δεν απο­μέ­νουν και πολ­λά να γί­νουν», ο Ντε­ρι­ντά απα­ντά: «Χω­ρίς αμ­φι­βο­λία αυ­τό εί­ναι αλή­θεια». Ωστό­σο πε­ρι­πλέ­κει την απά­ντη­σή του απο­κα­λύ­πτο­ντας τη δύ­σκο­λη θέ­ση του: υπάρ­χει ένας μη­δε­νι­σμός που βρί­σκε­ται τό­σο εντός της με­τα­φυ­σι­κής, όσο και πέ­ρα ​​από αυ­τή. Στον Μπέ­κετ, πι­στεύ­ει ο Ντε­ρι­ντά, αυ­τές οι δύο «δυ­να­τό­τη­τες» πα­ρου­σιά­ζουν «τη με­γα­λύ­τε­ρη δυ­να­τή γειτ­νί­α­ση και τον με­γα­λύ­τε­ρο δυ­να­τό αντα­γω­νι­σμό. [Ο Μπέ­κετ] εί­ναι μη­δε­νι­στής και δεν εί­ναι μη­δε­νι­στής» (Attridge 61).

Ο Μπέ­κετ εί­ναι μη­δε­νι­στής εντός της με­τα­φυ­σι­κής, επει­δή πι­στεύ­ει σε αυ­τό που αρ­νεί­ται να πι­στέ­ψει, προ­ϋ­πο­θέ­τει αυ­τό που αρ­νεί­ται. Εί­ναι επί­σης μη­δε­νι­στής πέ­ρα ​​από τη με­τα­φυ­σι­κή, επει­δή της γυ­ρί­ζει την πλά­τη ή μάλ­λον γρά­φει εντός μιας με­τα­φυ­σι­κής που αρ­γο­πε­θαί­νει. Ωστό­σο ακό­μη και ετοι­μο­θά­να­τη η με­τα­φυ­σι­κή εί­ναι ζω­τι­κής ση­μα­σί­ας για τα κεί­με­να του Μπέ­κετ. Δεν θα εί­χε γρά­ψει για τον θά­να­το αν ο θά­να­τος δεν εί­χε ήδη ανα­γνω­ρί­σι­μη ταυ­τό­τη­τα γι’ αυ­τόν, ο οποί­ος με τη σει­ρά του θέ­τει τις συ­γκε­κρι­μέ­νες προ­ϋ­πο­θέ­σεις για το πώς ο Μπέ­κετ πρέ­πει να γρά­φει. Αν τα κεί­με­να του Μπέ­κετ ήταν «απο­δη­μη­τι­κά» ή «αυ­το­α­πο­δο­μη­τι­κά» δεν θα εί­χαν γρα­φτεί κα­θό­λου, θα εί­χαν απαλ­λα­γεί από αυ­τό που τώ­ρα εί­ναι το σα­φές ση­μείο εκ­κί­νη­σης και το όριό τους. Υπάρ­χει δη­λα­δή χώ­ρος εδώ για μια απο­δό­μη­ση που θα αμ­φι­σβη­τεί την εξάρ­τη­ση από ση­μεία εκ­κί­νη­σης και όρια στα κεί­με­να του Μπέ­κετ.

Ο Μπέ­κετ, από τη με­ριά του, σί­γου­ρα θα αρ­νιό­ταν να συ­ζη­τή­σει την απο­δό­μη­ση ενός πράγ­μα­τος, το οποίο ήδη θε­ω­ρεί νε­κρό ή αδιά­φο­ρο. Και πά­λι όμως για να εί­ναι κά­τι πράγ­μα­τι κά­τι που τώ­ρα εί­ναι νε­κρό, πρέ­πει πρώ­τα να εί­χε ζή­σει και να εί­χε μια πα­ρου­σία που το έκα­νε ανα­γνω­ρί­σι­μο και φο­ρέα της τε­λειω­τι­κό­τη­τάς του. Αυ­τό ακρι­βώς θα επέ­λε­γε ο Ντε­ρι­ντά να απο­δο­μή­σει: την πε­ποί­θη­ση ότι κά­τι τέ­τοιο θα μπο­ρού­σε πο­τέ να ισχύ­σει. Ωστό­σο το έντο­νο εν­δια­φέ­ρον που δεί­χνει ο Ντε­ρι­ντά στο κεί­με­νο και η επι­μο­νή με την οποία αμ­φι­σβη­τεί τις αξιώ­σεις του κει­μέ­νου εί­ναι κά­τι για το οποίο ο Μπέ­κετ από την πλευ­ρά του στε­ρεί­ται τη θέ­λη­ση, την επι­θυ­μία και τη δύ­να­μη να εν­δια­φερ­θεί πραγ­μα­τι­κά. Ο Μπέ­κετ ού­τε δη­μιουρ­γεί για τον εαυ­τό του, ού­τε μας προ­σφέ­ρει την ευ­και­ρία να εντο­πί­σου­με με την δυ­να­μι­κή πε­ριέρ­γεια του Ντε­ρι­ντά κά­τι στο κεί­με­νο που δεν υπάρ­χει ήδη εκεί, ακό­μη και αν απου­σιά­ζει. Ίσως γι’ αυ­τό, μπο­ρού­με να υπο­θέ­σου­με, ο Ντε­ρι­ντά αι­σθά­νε­ται και πλή­ρης σε­βα­σμού και ανί­σχυ­ρος μπρο­στά στα κεί­με­να του Μπέ­κετ.

Δεν μπο­ρού­με να βρού­με στα κεί­με­να του Μπέ­κετ κά­τι που δεν βρί­σκε­ται ήδη εκεί. Πι­θα­νώς να μπο­ρού­σα­με να επι­ση­μά­νου­με αυ­τό που αντι­τί­θε­ται στον μη­δε­νι­σμό του, δη­λα­δή τη θέ­λη­ση ή την απρο­θυ­μία – κά­τι που στην πε­ρί­πτω­ση του Μπέ­κετ εί­ναι το ίδιο πράγ­μα – να πε­ρι­γρά­ψει το άπει­ρο τέ­λος. Μπο­ρού­με επί­σης να προ­σπα­θή­σου­με να θυ­μη­θού­με ότι πο­τέ δεν εγκα­τέ­λει­ψε τη συγ­γρα­φή, η οποία επι­πλέ­ον φέ­ρει τη δύ­να­μη ενός κα­λά επε­ξερ­γα­σμέ­νου γλωσ­σι­κού ιδιώ­μα­τος. Βέ­βαια, με την πά­ρο­δο των ετών, ο Μπέ­κετ έγρα­φε όλο και λι­γό­τε­ρο και εί­χε εν­σω­μα­τώ­σει το φυ­σι­κό τέ­λος στο αι­σθη­τι­κό, τί­πο­τε όμως στη δρα­στη­ριό­τη­τά του δεν δεί­χνει ότι δεν θα συ­νέ­χι­ζε με τον ίδιο τρό­πο, αν εί­χε ζή­σει άλ­λα εκα­τό χρό­νια. Όμως όσον αφο­ρά τον τρό­πο του Ντε­ρι­ντά να δια­βά­ζει σε βά­θος κεί­με­να, δεν υπάρ­χει τί­πο­τε στον Μπέ­κετ που να επι­τρέ­πει στον πρώ­το να βρει εκεί ένα υπο­νο­μευ­τι­κό άνοιγ­μα, ένα άνοιγ­μα που υπό­σχε­ται μια απο­δο­μη­τι­κή προ­σέγ­γι­ση. Δεν έχει νό­η­μα να αμ­φι­σβη­τού­με το νό­η­μα στον Μπέ­κετ. Μπο­ρού­με να αμ­φι­σβη­τή­σου­με τις συν­θή­κες στις οποί­ες βα­σί­ζε­ται το κεί­με­νο πριν γρα­φτεί. Όταν όμως το κεί­με­νο έχει γρα­φτεί, τό­τε εί­ναι γραμ­μέ­νο με τρό­πο που εί­ναι άσκο­πο να το αμ­φι­σβη­τή­σου­με δί­χως να το δια­στρε­βλώ­σου­με πλή­ρως. Όποιος αιχ­μα­λω­τί­ζε­ται στα κεί­με­να του Μπέ­κετ θέ­λει να πα­ρα­μεί­νει αιχ­μά­λω­τος για να απο­λαύ­σει την αιχ­μα­λω­σία.

Πέ­ρα από τη συ­μπα­γή και συ­ντρι­πτι­κή άρ­νη­ση που μας υπο­δέ­χε­ται στα κεί­με­να του Μπέ­κετ μπο­ρού­με να ανι­χνεύ­σου­με εκεί και μια σιω­πη­λή πρό­θε­ση για κα­τά­φα­ση, η οποία στον κό­σμο των μπε­κε­τι­κών κει­μέ­νων έχει προ­κα­λέ­σει την πα­ρα­τε­τα­μέ­νη ή αδιά­κο­πη αυ­το­ε­ξό­ντω­ση του υπο­κει­μέ­νου και της λέ­ξης. Πρό­κει­ται για την άρ­νη­ση που πα­ρά­γει ο με­τα­φυ­σι­κός λό­γος, η οποία τώ­ρα για τον Μπέ­κετ (όπως και για τον Ντε­ρι­ντά) στρέ­φε­ται ενά­ντια στον ίδιο τον λό­γο και με κά­ποιο εί­δος αυ­το­πε­ρι­φρό­νη­σης τον οδη­γεί σε μια δια­δι­κα­σία εξου­δε­τέ­ρω­σης. Το ότι η λέ­ξη ή το υπο­κεί­με­νο δεν πε­θαί­νουν πο­τέ πραγ­μα­τι­κά στον Μπέ­κετ, το ότι το Ο Ακα­τα­νό­μα­στος τε­λειώ­νει με τις λέ­ξεις «δεν μπο­ρώ να συ­νε­χί­σω, θα συ­νε­χί­σω» (μτ­φρ. Αλε­ξάν­δρα Πα­πα­θα­να­σο­πού­λου, Κρύ­στα­λο 1980, 227), εί­ναι ίσως ο τρό­πος του Μπέ­κετ να πε­ρι­μέ­νει τον Ντε­ρι­ντά, ένας τρό­πος να ελ­πί­ζει ότι οι λέ­ξεις θα μπο­ρούν κά­ποια μέ­ρα να χρη­σι­μο­ποι­η­θούν δί­χως συγ­χρό­νως να προ­ϋ­πο­θέ­τουν ή να ασκούν εξου­σία. Η λέ­ξη που απο­στρέ­φε­ται την εξου­σία στον Μπέ­κετ, όπως και στον Ντε­ρι­ντά, εί­ναι μια λέ­ξη ενά­ντια στην εξου­σία, και επο­μέ­νως μια κα­τα­φα­τι­κή λέ­ξη. Εί­ναι ίσως στο ση­μείο αυ­τό (επί­σης) που ο Ντε­ρι­ντά έρ­χε­ται «πο­λύ κο­ντά» στον Μπέ­κετ, που στην πα­ραί­τη­ση του Μπέ­κετ βλέ­πει πώς αυ­τή μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σει σύγ­χυ­ση στην απο­δό­μη­ση. Όταν ταυ­τι­ζό­μα­στε με τον Μπέ­κετ, ταυ­τι­ζό­μα­στε και με τη θέ­λη­σή του να συ­νε­χί­σει να μι­λά, με την κρυ­φή ελ­πί­δα ότι σ’ αυ­τή τη συ­νέ­χι­ση κά­πο­τε, και ίσως δί­χως πο­λύ με­γά­λη προ­σπά­θεια, θα βρού­με τις λέ­ξεις που απε­λευ­θε­ρώ­νουν.

Ο Ντε­ρι­ντά από την με­ριά του εκ­φρά­ζει συ­χνά την προ­θυ­μία να κα­τα­φά­σκει, πα­ρό­λο που πά­ντα προ­σεγ­γί­ζει την κα­τά­φα­ση με τη βο­ή­θεια ερω­τή­σε­ων τις οποί­ες δεν προ­τί­θε­ται να απα­ντή­σει. Και συ­χνά χρη­σι­μο­ποιεί αρ­νη­τι­κούς όρους στην προ­σπά­θειά του να απο­μα­κρύ­νει όλα τα ίχνη αυ­τού που αναμ­φι­σβή­τη­τα κα­τα­πνί­γει την κα­τά­φα­ση: το με­τα­φυ­σι­κό ή το κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κό. Ο Ντε­ρι­ντά, ωστό­σο, δεν θα χρη­σι­μο­ποιού­σε πο­τέ εκ­φρά­σεις που θα έδι­ναν πα­ρου­σία στην ίδια την αρ­νη­τι­κό­τη­τα, κά­τι που εί­ναι θε­με­λιώ­δες στη γρα­φή του Μπέ­κετ και, πράγ­μα του­λά­χι­στον εξί­σου ση­μα­ντι­κό, στην ανά­πτυ­ξή της. Ο Μπέ­κετ στρέ­φει την αρ­νη­τι­κό­τη­τα ενά­ντια στον εαυ­τό της, στον τερ­μα­τι­σμό της δρά­σης της τη στιγ­μή που αυ­τή ενι­σχύ­ει τον εαυ­τό της. Στα τριά­ντα πέ­ντε δευ­τε­ρό­λε­πτα του θε­α­τρι­κού έρ­γου Ανα­πνοή ο Μπέ­κετ επι­τρέ­πει στο σώ­μα του υπο­κει­μέ­νου να εί­ναι πα­ρόν στην απου­σία του. Στη σκη­νή ακού­γο­νται μό­νο δύο μι­κρές κραυ­γές, μια ει­σπνοή και μια εκ­πνοή. Το μό­νο πράγ­μα που βλέ­που­με μπρο­στά μας εί­ναι διά­φο­ρα σκου­πί­δια (The complete dramatic works, 371). Ο συγ­γρα­φέ­ας απο­σύ­ρει τον εαυ­τό του, επι­δει­κνύ­ει την ίδια του την εξα­φά­νι­ση, την απρο­θυ­μία του να πε­ρά­σει από την ανα­πνοή και τις κραυ­γές σε συ­γκρο­τη­μέ­νη ομι­λία. Η αρ­νη­τι­κό­τη­τα πε­θαί­νει έτσι έναν αρ­νη­τι­κό θά­να­το, έναν πλή­ρως πα­ρό­ντα και σα­φή θά­να­το, ο οποί­ος, μπο­ρού­με να υπο­θέ­σου­με έχει την κα­τά­φα­ση ως απώ­τε­ρο στό­χο του. Ωστό­σο εί­ναι η αρ­νη­τι­κό­τη­τα που το­νί­ζε­ται με έμ­φα­ση στο έρ­γο: οι κραυ­γές προ­έρ­χο­νται από ένα απόν σώ­μα και το όχι που υψώ­νε­ται στη σκη­νή ανα­πνέ­ει ακό­μη και με­τά το τέ­λος του δρά­μα­τος. Ο Ντε­ρι­ντά με τη σει­ρά του μι­λά­ει για «την ανα­πνοή του άλ­λου» (Ulysse gramophone, deux mots pour Joyce, Galilée 1987, ιδιαί­τε­ρα στη σ. 137) ως ένα «ναι» που ού­τε ακού­γε­ται ού­τε φαί­νε­ται, αλ­λά εμ­φα­νί­ζε­ται πά­ντα ως η ίδια η δια­φο­ρά, αυ­τό που πο­τέ δεν κα­τα­λή­γει σε πα­ρου­σία ού­τε «έχει θέ­ση στο τέ­λος μιας γραμ­μι­κής ιστο­ρί­ας της φι­λο­σο­φί­ας» (Τζέ­φρυ Μπέ­νινγ­τον, Ζακ Ντε­ρι­ντά, Ντερ­ρι­ντά, μτ­φρ. Από­στο­λος Λα­μπρό­που­λος και Ευ­τύ­χης Πυ­ρο­βο­λά­κης, Νή­σος 2019, 119).

Το γρά­ψι­μο σε έναν συ­γκε­κρι­μέ­νο χώ­ρο με­τά τον Μπέ­κετ και τον Ντε­ρι­ντά ση­μαί­νει συμ­με­το­χή σε μια δρα­στη­ριό­τη­τα που χρη­σι­μο­ποιεί τον λό­γο, όχι όμως και τις αυ­ταρ­χι­κές αξιώ­σεις του λό­γου. Αυ­τό που στον Μπέ­κετ γε­μί­ζει με οι­κειό­τη­τα το ανεί­πω­το και απε­χθές σπί­τι, στο οποίο το τε­λε­σί­δι­κο τέ­λος δεν έρ­χε­ται πο­τέ, αφή­νο­ντας έτσι πε­ρι­θώ­ρια για ελ­πί­δα και σιω­πη­λές υπο­σχέ­σεις, ή η υπό­σχε­ση που συ­να­ντά­με στον Ντε­ρι­ντά και η οποία δί­νε­ται από το άλ­λο, θα μπο­ρού­σαν να εί­ναι εδώ τώ­ρα, απαλ­λαγ­μέ­να από την άρ­νη­ση; Η κα­τά­φα­ση για τη Ντε­ρι­ντά βρί­σκε­ται κα­θ’ οδόν, δεν έχει φτά­σει ακό­μη. Ο χώ­ρος της, επι­πλέ­ον, δεν εί­ναι «ένα μέ­ρος που πραγ­μα­τι­κά υπάρ­χει. Εί­ναι ένα ”έρ­χε­ται”· εί­ναι αυ­τό που απο­κα­λώ κα­τά­φα­ση που δεν εί­ναι θε­τι­κή. Δεν υπάρ­χει, δεν εί­ναι πα­ρού­σα [...] Εί­ναι συ­νε­πώς μια κα­τά­φα­ση που εί­ναι πο­λύ επι­κίν­δυ­νη, αβέ­βαιη, απί­θα­νη· ξε­φεύ­γει εντε­λώς από τον χώ­ρο της βε­βαιό­τη­τας» (Peter Brunett και David Wills, Deconstruction and the visual arts: Art, media, architecture, Cambridge UP 1994, 26. Για την κα­τά­φα­ση ως υπό­σχε­ση: «Nombre de oui», Psyché: Inventions de l’autre, Galilée 1987, 649 και Ulysse gramophone: Deux mots pour Joyce, Galilée 1987, 126). Μπο­ρού­με να ανα­πνεύ­σου­με εδώ χω­ρίς να ση­μα­το­δο­τού­με ένα τέ­λος ή μια υπό­σχε­ση; Θα μπο­ρού­σε να εί­ναι μια ανά­σα που προ­έρ­χε­ται από μια κα­τά­φα­ση, η οποία λαμ­βά­νει χώ­ρα εδώ και τώ­ρα και που μας αφο­ρά και μας επη­ρε­ά­ζει άμε­σα; Μπο­ρού­με να γρά­ψου­με χω­ρίς πα­ραί­τη­ση και χω­ρίς ερω­τή­σεις, χω­ρίς αυ­τόν που πα­ραι­τεί­ται και αυ­τόν που ρω­τά­ει; Αυ­τό που για τους Μπέ­κετ και Ντε­ρι­ντά ήταν ανέ­φι­κτο και τους έκα­νε να μι­λούν γι’ αυ­τό με αρ­νη­τι­κούς όρους θα μπο­ρού­σα­με ίσως να το υπο­δε­χτού­με ως το ανέ­φι­κτο που κα­τά­φε­ρε να απαλ­λα­γεί από την αρ­νη­τι­κό­τη­τά του, και το οποίο ακρι­βώς για τον λό­γο αυ­τό δεν θα έπρε­πε να ονο­μά­ζε­ται ανέ­φι­κτο.

Ο Μπέ­κετ συ­ζη­τά το ανέ­φι­κτο στον τρί­το του διά­λο­γο με τον Georges Duthuit. Ο Bram van Velde, αφη­γεί­ται ο Μπέ­κετ, «εί­ναι ο πρώ­τος του οποί­ου η ζω­γρα­φι­κή έχει χά­σει, απαλ­λα­χθεί αν θέ­λε­τε απ’ αυ­τό που της έδω­σε κά­θε μορ­φή και σχή­μα, εί­τε ιδε­α­τό εί­τε υλι­κό, και ο πρώ­τος του οποί­ου τα χέ­ρια δεν έχουν δε­θεί από τη συ­νει­δη­το­ποί­η­ση ότι η έκ­φρα­ση εί­ναι μια ανέ­φι­κτη πρά­ξη». Και λί­γο αρ­γό­τε­ρα προ­σθέ­τει ότι ο van Velde εί­ναι «ο πρώ­τος που πα­ρα­δέ­χε­ται ότι το να εί­σαι καλ­λι­τέ­χνης ση­μαί­νει να απο­τυγ­χά­νεις, όπως κα­νείς άλ­λος δεν τολ­μά να απο­τύ­χει [...]». Αυ­τός ο καλ­λι­τέ­χνης εί­ναι «ανί­κα­νος να δρά­σει», αλ­λά συγ­χρό­νως «ανα­γκα­σμέ­νος να δρά­σει», να ζω­γρα­φί­ζει το ανέ­φι­κτο (Proust and Three dialogues with Georges Duthuit, John Calder 1987, 121 και 125). Ο συγ­γρα­φέ­ας βρί­σκε­ται αντι­μέ­τω­πος με την απαι­τη­τι­κή σιω­πή, οι λέ­ξεις του δεν μπο­ρούν να δη­μιουρ­γή­σουν νό­η­μα, αλ­λά ού­τε μπο­ρούν να στα­μα­τή­σουν να βγαί­νουν από το στό­μα του. Η θέ­λη­ση ή η δύ­να­μη να φτά­σει σε ένα τέ­λος λεί­πουν. Οι λέ­ξεις γί­νο­νται κε­νά κε­λύ­φη, ήχοι σαν ίχνη μιας ζωή που κα­νείς δεν μπο­ρεί να ζή­σει, η οποίο όμως συ­νε­χί­ζει να ζει χά­ρη στη δι­κή της αδυ­να­μία. Βρι­σκό­μα­στε μπρο­στά σε ένα απε­ρί­γρα­πτο όριο: «[...] νά­με πά­λι μα­κριά, νά­με πά­λι ο απών, τώ­ρα εί­ναι η σει­ρά του, αυ­του­νού που δεν μι­λά­ει ού­τε ακού­ει, που δεν έχει ού­τε σώ­μα ού­τε ψυ­χή, κά­τι άλ­λο έχει, κά­τι πρέ­πει να ’χει, κά­που πρέ­πει να ’ναι, εί­ναι φτιαγ­μέ­νος από σιω­πή [...]» (Ο Ακα­τα­νό­μα­στος, 224). Η σιω­πή και η αδυ­να­μία να γνω­ρί­ζου­με ποιος, τι και πού εί­ναι κά­ποιος έχει την αρ­νη­τι­κό­τη­τα μό­νο ως κα­τα­φύ­γιο, ως τον μό­νο τρό­πο έκ­φρα­σης. Το αδύ­να­το πα­ρου­σιά­ζε­ται με τη βο­ή­θεια πα­ρα­λυ­μέ­νων δυ­να­το­τή­των που σε συ­νη­θι­σμέ­νες πε­ρι­πτώ­σεις ή σε έναν άλ­λο κό­σμο θα οδη­γού­σαν σε ση­μα­ντι­κές σκέ­ψεις, κα­θα­ρά συ­ναι­σθή­μα­τα ή ευ­χά­ρι­στα όνει­ρα. Ο Μπέ­κετ όμως ανα­φέ­ρει το αδύ­να­το χω­ρίς να προ­σπα­θεί να του δώ­σει μορ­φή ή να επι­τρέ­ψει να εκ­φρα­στεί μέ­σα από το κεί­με­νο, δεν ανοί­γει το δω­μά­τιο του αδύ­να­του. Πα­ρελ­κύ­ει μό­νο την αιώ­νια στιγ­μή του θα­νά­του του εφι­κτού.

Ο Ντε­ρι­ντά γρά­φει συ­χνά για το ανέ­φι­κτο και, όπως ο Μπέ­κετ, εν­νο­εί αυ­τό για το οποίο η γλώσ­σα δεν μπο­ρεί να μι­λή­σει πα­ρά μό­νο με τη βο­ή­θεια της με­τα­φυ­σι­κής. Επι­στρέ­φει στο ανέ­φι­κτο ως αυ­τό που απο­μέ­νει όταν έχου­με απο­μα­κρύ­νει από το ανέ­φι­κτο το αυ­το­νό­η­το και το αυ­ταρ­χι­κό. Αυ­τό ση­μαί­νει ότι μπο­ρού­με να εκ­φρά­σου­με το ανέ­φι­κτο χρη­σι­μο­ποιώ­ντας μό­νο αρ­νη­τι­κούς όρους, κα­θώς υπερ­βαί­νει τη δυ­να­τό­τη­τα της γλώσ­σας για ασφα­λή δια­με­σο­λά­βη­ση. Το ανέ­φι­κτο μας δια­φεύ­γει, στε­ρεί­ται πα­ρου­σί­ας και ταυ­το­τι­κών ιδιο­τή­των. Στην αρ­χή της «Πε­ρι­το­μο­λό­γη­σης» ο Ντε­ρι­ντά γρά­φει ότι «πο­τέ δεν αγά­πη­σα τί­πο­τε άλ­λο εκτός από το αδύ­να­το» (Ντερ­ρι­ντά, 43). Εάν ο Ντε­ρι­ντά στο κεί­με­νο αυ­τό εί­ναι σκό­πι­μα αι­νιγ­μα­τι­κός, εί­ναι πο­λύ ξε­κά­θα­ρος όταν λί­γα χρό­νια νω­ρί­τε­ρα γρά­φει τα εξής για την «απο­δό­μη­ση»: «Θα έλε­γα ότι δεν χά­νει τί­πο­τε με το να πα­ρα­δε­χτεί ότι εί­ναι αδύ­να­τη.» Και προ­σθέ­τει: «Το εν­δια­φέ­ρον της απο­δό­μη­σης [...] εί­ναι μια ορι­σμέ­νη εμπει­ρία του αδύ­να­του: δη­λα­δή [...] η εμπει­ρία του άλ­λου ως επι­νό­η­ση του αδύ­να­του, με άλ­λα λό­για ως η μό­νη δυ­να­τή επι­νό­η­ση» (Psyché, 26-27 και 59).

Στην τό­σο προ­σω­πι­κά γραμ­μέ­νη «Πε­ρι­το­μο­λό­γη­ση» συ­να­ντά­με ρα­ψω­δι­κά και ελε­γεια­κά ση­μεία που συ­χνά φέρ­νουν στον νου τον Μπέ­κετ και δεί­χνουν απο­τε­λε­σμα­τι­κά την έλ­ξη που ασκού­σε στον Ντε­ρι­ντά: «[...] και προ­σπα­θώ να πά­ψω να εν­δια­φέ­ρο­μαι για μέ­να, για να απο­συρ­θώ από τον θά­να­το, με τρό­πο ώστε το ”εγώ”, στο οποίο υπο­τί­θε­ται συμ­βαί­νει ένας θά­να­τος, να φύ­γει στα­δια­κά, όχι, να κα­τα­στρα­φεί προ­τού έρ­θει να το βρει ο θά­να­τος, έτσι ώστε στο τέ­λος να μην υπάρ­χει πια κα­νείς που να φο­βά­ται ότι θα χά­σει τον κό­σμο αν αφε­θεί να χα­θεί ο ίδιος μέ­σα του [...]» (Ντερ­ρι­ντά, 229). Μπο­ρού­με πά­ντα να φα­ντα­στού­με έναν Ντε­ρι­ντά που δεν θέ­λει τί­πο­τε πε­ρισ­σό­τε­ρο από το να φτά­σει στη σιω­πή που υπάρ­χει πέ­ρα ​​από τις λέ­ξεις, να ει­σχω­ρή­σει στην ηρε­μία που έχει ήδη δια­φύ­γει από τον κλοιό της γλώσ­σας. Ναι, να μη χρειά­ζε­ται να μι­λά­με ή να σκε­φτό­μα­στε τη στά­ση μας στον κό­σμο, να μπο­ρού­με να αφή­νου­με την ανυ­πε­ρά­σπι­στη ανοι­χτό­τη­τα του κό­σμου να μας βρί­σκει με πλή­ρη δύ­να­μη και να μας δια­περ­νά, να μπο­ρού­με να απο­λαμ­βά­νου­με την ευά­λω­τη αν­θρω­πό­τη­τά μας, να μπο­ρού­με να εί­μα­στε ένας Μπέ­κετ που ήδη εί­ναι ένας Ντε­ρι­ντά, ώστε ανα­πό­φευ­κτα στη σιω­πή να μπο­ρού­με να βρί­σκου­με τις λέ­ξεις που θα μας απαλ­λά­ξουν και από τις λέ­ξεις και από τη σιω­πή, από λό­για που «λι­γο­στεύ­ουν» (Ο Ακα­τα­νό­μα­στος, 225), αλ­λά όμως δεν τε­λειώ­νουν πο­τέ. Πο­τέ δεν θα εί­ναι εντε­λώς σιω­πη­λά. Και ίσως οι λέ­ξεις τώ­ρα, εδώ, σ’ αυ­τή την απρό­σι­τη σιω­πή, στα­δια­κά να στα­μα­τή­σουν να επι­σεί­ουν την ορι­στι­κό­τη­τα του θα­νά­του και μια για πά­ντα να δεί­ξουν την εορ­τα­στι­κή ανε­ξαρ­τη­σία τους. Ίσως στέ­κει ένας Ντε­ρι­ντά κά­που εκεί μπρο­στά και γνέ­φει και εί­ναι χα­ρού­με­νος που θα υπο­δε­χτεί έναν Μπέ­κετ που, πα­ρ’ όλα αυ­τά, αγα­πά τις λέ­ξεις, έναν Μπέ­κετ απε­λευ­θε­ρω­μέ­νο επι­τέ­λους από την πα­ραί­τη­ση στην οποία τον έρι­ξαν οι λέ­ξεις.



(Με­τά­φρα­ση από τα σου­η­δι­κά κε­φα­λαί­ου του βι­βλί­ου μου Panta rei i mjuka mörkret, Växjö UP 2003, 42-51.)

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: