Από το ματάκι της πόρτας

Από το ματάκι της πόρτας

Δια­βά­ζω Μπέ­κετ. Έχω βυ­θι­στεί. Αντι­λαμ­βά­νε­στε ότι αυ­τές τις ώρες που δια­βά­ζεις ένα θε­α­τρι­κό απαλ­λαγ­μέ­νο από την ανά­γκη ύπαρ­ξης μιας αν­θρω­πό­τη­τας, ένα θε­α­τρι­κό με άχρο­νους χα­ρα­κτή­ρες, η αν­θρω­πό­τη­τα που σε αφο­ρά εξα­φα­νί­ζε­ται. Εσείς, όλοι, εμείς, οι άλ­λοι εξα­φα­νί­στη­καν όλοι. Αιφ­νι­δί­ως. Εί­ναι πε­ρί­ερ­γη συν­θή­κη αυ­τή η κα­τά­στα­ση της απο­μό­νω­σης. Του ηθε­λη­μέ­νου εγκλει­σμού. Θέ­λω να ξε­χά­σω ότι δεν εί­χα επι­λο­γή. Ακούω μπρο­στά στην εξώ­πορ­τα φω­νές, την τρι­βή των ελα­στι­κών στη βρεγ­μέ­νη άσφαλ­το, τη γά­τα που κυ­νη­γά­ει μια μου­σκε­μέ­νη ακρί­δα. Απο­μα­κρύ­νο­μαι, πάω στο πί­σω δω­μά­τιο. Πιο σκο­τει­νά. Το βι­βλίο στο χέ­ρι. Δεν θέ­λω να ακούω τί­πο­τα την ώρα που δια­βά­ζω. Να μη θυ­μά­μαι τί­πο­τα από όσα εί­δα το πρωί στις ει­δή­σεις. Να μην υπάρ­χε­τε, κα­νέ­νας σας, να μην υπάρ­χου­με ού­τε εμείς. Ανοί­γω ξα­νά το βι­βλίο, ο Βλα­δί­μη­ρος στη σε­λί­δα 78, πη­γαι­νο­έρ­χε­ται ανή­συ­χος. Κρυώ­νει, λέ­ει. Τον νιώ­θω στο δω­μά­τιο, κά­που κο­ντά μου. Καρ­φώ­νω το βλέμ­μα στις σε­λί­δες, το τάσ­σω να προ­χω­ρά­ει πέ­φτο­ντας από γραμ­μή σε γραμ­μή χω­ρίς να εξο­κεί­λει. Πε­ρί­ερ­γο πράγ­μα η απο­μό­νω­ση. Ανοί­γει άλ­λες πόρ­τες, σε άλ­λες δια­στά­σεις, δια­φο­ρε­τι­κές. Ένα βή­μα πιο βα­θιά στον εαυ­τό εί­ναι ένα τε­ρά­στιο τα­ξί­δι στο μέλ­λον. Θα δεις μέ­ρη που φτιά­χτη­καν μό­νο για σέ­να. Για να ζή­σεις εκεί, έστω και προ­σω­ρι­νά. Μην τε­λειώ­νεις το βι­βλίο βια­στι­κά. Δεν ξέ­ρεις αν θα σε φτά­σουν τα βι­βλία σου. Δεν ξέ­ρεις αν θα χρεια­στεί να τα κά­ψεις για να ζε­στα­θείς, ή να τα φας. Δεν ξέ­ρω για­τί μι­λάω στον εαυ­τό μου σε δεύ­τε­ρο πρό­σω­πο, το εμείς πια δεν υπάρ­χει, για­τί δύο έστω και σε ένα σώ­μα εί­ναι μια υπο­τυ­πώ­δης προ­ϋ­πό­θε­ση ύπαρ­ξης αν­θρω­πό­τη­τας, με τη στε­νή έν­νοια, δη­λα­δή. Εί­ναι ιδιαί­τε­ρη συν­θή­κη ο εγκλει­σμός. Λοι­πόν, θα μι­λή­σω στον εαυ­τό μου. Κι ας με­τα­τρα­πώ σε ένα ση­μαί­νον αν­θρωπ… (δεν κά­νει να το λέω συ­νε­χώς). Εί­σαι κι εσύ μέ­σα στο βι­βλίο. Τώ­ρα σε επι­νο­εί ο Μπέ­κετ, αυ­τή τη στιγ­μή, μα όχι, δεν σκέ­φτε­σαι ού­τε με­τα­δί­δεις εσύ ο ίδιος τη σκέ­ψη σου, τώ­ρα δη­μιουρ­γεί­ται κι αυ­τή, μην προ­σπα­θείς να την ελέγ­ξεις. Αφέ­σου στον Μπέ­κετ. Εί­σαι σε κα­λά χέ­ρια, ωσό­του ανοί­ξει το βι­βλίο κά­ποιος άλ­λος, και περ­πα­τή­σεις ξα­νά στη βρεγ­μέ­νη άσφαλ­το, εκεί­νη τη μέ­ρα θα ξε­χά­σεις τον απο­κλει­σμό, και όλη η αν­θρω­πό­τη­τα θα εί­ναι εκεί όπως την άφη­σες. Σε­λί­δα 79. Ο Βλα­δί­μη­ρος, ο Λά­κυ κι ο Εστρα­γκόν ανταλ­λά­ζουν κα­πέ­λα για με­ρι­κά λε­πτά. Εί­μαι στην εξώ­πορ­τα. Κοι­τάω από το μα­τά­κι. Η κοι­λιά της ακρί­δας μού κό­βει τη θέα. Δεν ξέ­ρω αν εί­στε εκεί, αν εί­μα­στε κι εμείς μα­ζί σας.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: