Από το εδώ ίσαμε το αλλού και από κει στο αύριο χωρίς εχθές

Ένα σημείωμα για το «Περιμένοντας τον Γκοντό»

«Περιμένοντας τον Γκοντό», Βασιλικό Δραματικό Θέατρο Στοκχόλμης· Jonas Karlsson (Εστραγκόν), Johan Ulveson (Βλαντιμίρ).  Πρεμιέρα 24 Οκτωβρίου 2019. Φωτ. Sören Vilks
«Περιμένοντας τον Γκοντό», Βασιλικό Δραματικό Θέατρο Στοκχόλμης· Jonas Karlsson (Εστραγκόν), Johan Ulveson (Βλαντιμίρ). Πρεμιέρα 24 Οκτωβρίου 2019. Φωτ. Sören Vilks



Ανα­ζη­τώ­ντας τα πρό­σω­πα;

    Εστρ.: Το κα­λύ­τε­ρο θα ’ταν να με σκό­τω­νες, όπως και τον άλ­λον.
                Βλαδ.: Ποιον άλ­λον; Ποιον άλ­λον;
                Εστρ.: Εκα­τομ­μύ­ρια άλ­λους. (ΠΓ 69)

Ένας στο­χα­σμός για το Πε­ρι­μέ­νο­ντας τον Γκο­ντό δεν μπο­ρεί να ξε­κι­νή­σει πα­ρά με την τί­μια πα­ρα­δο­χή ότι δεν προ­σπα­θεί ού­τε να απο­κα­λύ­ψει την απά­ντη­ση στο ερώ­τη­μα ποιος εί­ναι ο Γκο­ντό (αν εί­ναι εντέ­λει υπαρ­κτό το ερώ­τη­μα) ού­τε φυ­σι­κά να επα­νε­κτι­μή­σει το έρ­γο στον κα­νό­να της νε­ω­τε­ρι­κής λο­γο­τε­χνί­ας. Πολ­λές άλ­λες ερ­μη­νευ­τι­κές από­πει­ρες ανα­με­τρώ­νται με ερω­τή­μα­τα όπως: πό­τε θα εμ­φα­νι­στεί και για­τί δεν έρ­χε­ται πο­τέ ο Γκο­ντό, για­τί δεν φεύ­γουν ο Βλα­δί­μη­ρος και ο Εστρα­γκόν, ποιοι εί­ναι τέ­λος πά­ντων ο Πό­τζο και ο Λά­κυ, πό­σων ετών να εί­ναι το «αγό­ρι»; Το ερώ­τη­μα λοι­πόν που δέ­νει το νή­μα της σκέ­ψης αυ­τού του ση­μειώ­μα­τος εί­ναι τι προσ­δο­κούν οι φί­λοι από τη συ­νά­ντη­σή τους με τον Γκο­ντό, όταν αυ­τή πραγ­μα­τω­θεί. Αν και μια απά­ντη­ση χω­ρίς να εί­ναι βέ­βαια ού­τε ορι­στι­κή ού­τε αμε­τά­κλη­τη δί­δε­ται κα­τά κά­ποιον τρό­πο («Ο Γκο­ντό εί­ναι! Επι­τέ­λους!... Ο Γκο­ντό! Σω­θή­κα­με!», 82), το έρ­γο τε­λι­κά ανοί­γει έναν δρό­μο που οδη­γεί πο­λύ πιο μα­κριά από τις απα­ντή­σεις που μπο­ρεί να ανα­κα­λύ­πτου­με. Σε κά­θε πε­ρί­πτω­ση, ό,τι κα­θι­στά αρι­στουρ­γη­μα­τι­κό τον λό­γο του Μπέ­κετ δεν εί­ναι οι απα­ντή­σεις που δί­δει, αλ­λά τα ερω­τή­μα­τα που θέ­τει ή ακό­μη κα­λύ­τε­ρα η τόλ­μη του να μας θέ­τει ενώ­πιον των ερω­τη­μά­των.

Ξε­κι­νώ­ντας εί­ναι ανα­γκαίο να αφή­σου­με στην άκρη την πα­ρε­ξή­γη­ση (όπως άφη­σε τα φθαρ­μέ­να πα­πού­τσια του ο Εστρα­γκόν, 61) ότι το έρ­γο προ­σπα­θεί να λύ­σει το υπαρ­ξια­κό αί­νιγ­μα. Στη συ­νέ­χεια πρέ­πει να προ­σπα­θή­σου­με να δού­με τον κό­σμο όπως τον έβλε­παν οι άν­θρω­ποι το 1949 όταν γρά­φτη­κε (1948-1949 η συγ­γρα­φή, το 1952 η έκ­δο­ση, το 1953 ανέ­βη­κε στο Théâtre de Babylone στο Πα­ρί­σι): αί­μα, θά­να­τος, ερεί­πια, ψεύ­δος, προ­δό­τες, νε­κροί, ημι- ζω­ντα­νοί, δια­χει­ρι­στές και νο­μο­θέ­τες, ψυ­χο­πορ­νεία για κά­θε αντο­χή.

Πρό­κει­ται για μια συν­θή­κη ανα­γνω­ρί­σι­μη στην εμπει­ρία των με­τα­πο­λε­μι­κών συγ­γρα­φέ­ων, κα­θώς στη χα­ο­τι­κή υπαρ­κτι­κή θύ­ελ­λα που απο­γύ­μνω­νε κα­τά τη διάρ­κεια και με­τά τον Β΄ ΠΠ από κά­θε φύλ­λο λο­γι­κής τα δέ­ντρα της αν­θρώ­πι­νης ζω­ής, τί­πο­τα δεν έμοια­ζε να έχει νό­η­μα. Κά­θε άν­θρω­πος μπο­ρού­σε να κλει­στεί στο σπί­τι του δη­μιουρ­γώ­ντας ένα μι­κρο- πε­ρι­βάλ­λον σχε­τι­κής ορ­θο­λο­γι­κό­τη­τας και ασφά­λειας, να ανα­μέ­νει την ανοι­κο­δό­μη­ση της Ευ­ρώ­πης ή έστω Ευ­τυ­χι­σμέ­νες Μέ­ρες, αυ­τό όμως δεν έκα­νε τον άνε­μο που φυ­σού­σε έξω από την πόρ­τα του να στα­μα­τά. Έτσι το σκη­νι­κό του έρ­γου (ένας δρό­μος έρη­μος, ένα σχε­δόν ξε­ρό δέ­ντρο κι ένας βάλ­τος μπρο­στά) μοιά­ζει στον θε­α­τή τό­σο οι­κείο επει­δή ακρι­βώς εί­ναι τό­σο ανοί­κειο. Η αί­σθη­ση του πα­ρα­δό­ξου προ­έρ­χε­ται από τη λει­τουρ­γία ενός «αντί-λό­γου» που μας θυ­μί­ζει ίσως τον ποι­η­τι­κό λό­γο του Π. Τσέ­λαν (93) που δεν υπο­κλί­νε­ται «στα κα­μα­ρω­τά άλο­γα της ιστο­ρί­ας» ως ένα βή­μα προς μια πρά­ξη ελευ­θε­ρί­ας. Για άλ­λη μια φο­ρά: εί­ναι εξό­χως ανα­γκαίο να δού­με τον κό­σμο που ανέ­τει­λε όχι μέ­σα από τις οπτι­μι­στι­κές προ­βο­λές στα δελ­τά­ρια της ιστο­ρί­ας που οι νο­μο­θέ­τες συ­νέ­γρα­ψαν, αλ­λά μέ­σα από τη δρα­μα­τι­κό­τη­τα των εσω­τε­ρι­κών του αντι­φά­σε­ων. Ο με­γά­λος πό­λε­μος ανέ­δει­ξε το πα­ρά­λο­γο σε όλες τις πι­θα­νές εκ­δο­χές του: Μπο­ρεί το αί­μα να ξε­πλύ­νει το αί­μα; Μπο­ρεί ο αγώ­νας για ελευ­θε­ρία να προ­κα­λέ­σει πό­νο; Η νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τα απο­κα­λύ­πτε­ται (και) στο εμ­βλη­μα­τι­κό αυ­τό έρ­γο ως απε­λευ­θε­ρω­τής και δυ­νά­στης. Το υπο­κεί­με­νο μπο­ρεί να δει για πρώ­τη φο­ρά τα αδιέ­ξο­δά του τό­σο κα­θα­ρά ή μάλ­λον για πρώ­τη φο­ρά μπο­ρεί να τα συ­νει­δη­το­ποι­ή­σει. Το έρ­γο μας βιά­ζει να ανα­ρω­τη­θού­με: Και τώ­ρα τι κά­νει κα­νείς; Ίσως η συ­νει­δη­το­ποί­η­ση της ανα­πό­φευ­κτης ήτ­τας του αν­θρώ­που από τον χρό­νο να εί­ναι η μό­νη δυ­να­τή νί­κη και ίσως σε αυ­τό το ση­μείο να συ­να­ντά­ται το μο­ντέρ­νο θέ­α­τρο με την αρ­χαιο­ελ­λη­νι­κή τρα­γω­δία. Στο αρ­χαίο ελ­λη­νι­κό θέ­α­τρο οι θε­α­τές ξέ­ρουν το τέ­λος της ιστο­ρί­ας και οι ήρω­ες γνω­ρί­ζουν την νο­μο­τέ­λεια των κο­σμι­κών νό­μων. Το ίδιο συμ­βαί­νει και στα θε­α­τρι­κά του Ιρ­λαν­δού συγ­γρα­φέα. Υπό αυ­τό το πρί­σμα το θέ­α­τρο εί­ναι η τε­λειό­τα­τη χαρ­το­γρά­φη­ση της μό­νης δυ­να­τής αν­θρώ­πι­νης νί­κης: το αγό­ρι στο Πε­ρι­μέ­νο­ντας τον Γκο­ντό και ο αγ­γε­λια­φό­ρος στην αρ­χαία τρα­γω­δία μας ανα­κοι­νώ­νουν κά­τι που ήδη γνω­ρί­ζου­με. Η ζωή δεν θα λά­βει μια πο­ρεία άλ­λη από αυ­τήν που ήδη έχει.


Ανα­ζη­τώ­ντας την ελευ­θε­ρία;

                Βλαδ.: Ώρες ώρες πά­ντως νο­μί­ζω πως έρ­χε­ται. Και τό­τε νιώ­θω πο­λύ πε­ρί­ερ­γα… ξα­λα­φρω­μέ­νος αλ­λά και μα­ζί… έντρο­μος. (ΠΓ 11)

Αν το σκη­νι­κό εί­ναι η ρη­μαγ­μέ­νη ζωή στην Ευ­ρώ­πη με­τά τον με­γά­λο πό­λε­μο, ο Μπέ­κετ απο­κα­λύ­πτει τον με­γα­λύ­τε­ρο τρό­μο: τον τρό­μο του κε­νού. Το κε­νό όμως δεν εί­ναι ασώ­μα­το. Με­τα­στοι­χειώ­νε­ται στο πα­ρά­λο­γο της ζω­ής μας και αυ­τό με τη σει­ρά του σε ό,τι μας πε­ρι­βάλ­λει υλι­κό ή νοη­τό. Μια πέ­τρα, ένα δέ­ντρο, ένα κα­πέ­λο (από ποιον ήλιο προ­στα­τεύ­ει άρα­γε;), η δει­λία, η σκλα­βιά, η ανα­μο­νή. Αυ­τό βέ­βαια που δεν θα πρέ­πει ού­τε στιγ­μή να λη­σμο­νού­με εί­ναι ότι το Πε­ρι­μέ­νο­ντας τον Γκο­ντό εί­ναι θε­α­τρι­κό έρ­γο. Ού­τε φι­λο­σο­φι­κή πραγ­μα­τεία, ού­τε μυ­θι­στό­ρη­μα. Έτσι ανε­παί­σθη­τα ως θε­α­τές βρι­σκό­μα­στε μπρο­στά στο ερώ­τη­μα που το έρ­γο ανα­δύ­ει χω­ρίς πο­τέ να το υπο­βά­λει: Αν οι ρό­λοι ενός έρ­γου αφαι­ρέ­σουν πρώ­τα τις μά­σκες και με­τά τους αν­θρώ­πους που τους υπο­δύ­ο­νται; Ή αλ­λιώς, αν ξυ­πνή­σου­με μια μέ­ρα και δεν ξέ­ρου­με τι πε­ρι­μέ­νου­με; Ή αλ­λιώς, αν τε­λι­κά αυ­τός που πε­ρι­μέ­νου­με απο­φα­σί­σει να έρ­θει; Ή αλ­λιώς, αν δεν έρ­θει πο­τέ αλ­λά εμείς απο­φα­σί­σου­με να τον πε­ρι­μέ­νου­με για πά­ντα; Ή αλ­λιώς, αν έρ­θει αλ­λά δεν εί­ναι αυ­τός που εμείς πε­ρι­μέ­νου­με;

Το έρ­γο συ­μπο­ρεύ­ε­ται μα­ζί μας μέ­χρι να κα­τα­λά­βου­με πως όλα αυ­τά τα ερω­τή­μα­τα εί­ναι ένα ερώ­τη­μα.

Ίσως οι ήρω­ες του έρ­γου στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα δεν πε­ρι­μέ­νουν κα­νέ­ναν. Ίσως μά­λι­στα προ­σμέ­νουν να μην έρ­θει κα­νείς ώστε να μην στα­μα­τή­σουν πο­τέ να ανα­μέ­νουν. Η προ­σμο­νή τους εί­ναι ένα εσα­εί ανα­μέ­νειν, μια κα­τά­στα­ση που ανα­δι­πλού­με­νη κρα­τά τον υπαρ­ξια­κό ρυθ­μό ώστε αυ­τός τε­λι­κά να επι­βε­βαιώ­σει (ως μο­νό­το­νη επα­νά­λη­ψη ή ένας χτύ­πος τυ­μπά­νου ή μιας καρ­διάς) το ίδιο το Εί­ναι ως ένα άλ­λο. Φαί­νε­ται πως κα­θέ­νας από τους θε­α­τές του έρ­γου θα μπο­ρού­σε να ομο­λο­γή­σει: υπάρ­χω όσο προσ­δο­κώ, απο­ρώ, προ­σμέ­νω ακό­μη κι αν η ύπαρ­ξη σκιρ­τά σε ένα έρη­μο το­πίο στην επι­κρά­τεια του πα­ρα­λό­γου. Ας μην ξε­χνά­με ότι στον Β΄ ΠΠ το Εί­μαι δεν ήταν μια κα­θό­λου αυ­το­νό­η­τη κα­τά­στα­ση. Άλ­λοι πέ­ρα­σαν στο μη-Εί­ναι ξα­πλώ­νο­ντας στα λα­σπω­μέ­να μο­νο­πά­τια των Αρ­δεν­νών, άλ­λοι γύ­ρι­σαν χω­ρίς να έχει φύ­γει πο­τέ το μυα­λό τους από τα χα­ρα­κώ­μα­τα, άλ­λοι αρ­κέ­στη­καν να πε­ρι­μέ­νουν το τέ­λος της ζω­ής τους με μο­να­δι­κή τους χα­ρά ότι δεν αντι­με­τώ­πι­σαν την προ­ο­πτι­κή του μη-Εί­ναι στο εκτε­λε­στι­κό από­σπα­σμα. Υπό αυ­τό το πρί­σμα το να νιώ­θει κα­νείς το πα­ρά­λο­γο εί­ναι μια από­δει­ξη ότι ζει. Διό­λου άδι­κα λοι­πόν άν­θρω­ποι που έζη­σαν αυ­τή την κα­τά­στα­ση ομο­λό­γη­σαν ότι «Η αιω­νιό­τη­τα δεν εί­ναι και πο­λύ με­γα­λύ­τε­ρη από τη ζωή» (Σαρ, 85).

Τί αν­θρώ­πι­νο απέ­μει­νε λοι­πόν με­τά τον πό­λε­μο, όπου ακό­μη και οι αυ­τα­πά­τες δια­λύ­θη­καν; Το ση­μείο όπου ο Πό­τζο ανα­λαμ­βά­νει να εξη­γή­σει τη δου­λι­κό­τη­τα του Λά­κυ (35-36) απο­τε­λεί μια σύ­ντο­μη ιστο­ρία της ανε­λευ­θε­ρί­ας. Αυ­τό που «νο­μί­ζει» ο αφέ­ντης προ­βάλ­λε­ται ως από­φα­ση του δού­λου κι αυ­τό που κα­τα­γρά­φε­ται ως από­φα­ση του δού­λου εκλαμ­βά­νε­ται ως γε­γο­νός από τον αφέ­ντη. Το αί­τη­μα της χει­ρα­φέ­τη­σης απαι­τεί πρώ­τα απ’ όλα εν­νό­η­ση της κα­τα­πί­ε­σης (Freire), αλ­λά η στα­σι­μό­τη­τα, η άκαρ­πη επα­νά­λη­ψη και η πα­ρά­λο­γη ανα­μο­νή έχουν κα­τα­στρέ­ψει τις γέ­φυ­ρες προς την συ­νει­δη­το­ποί­η­ση των ιδί­ων δε­σμών (ΠΓ, 31-37). Έτσι λοι­πόν η σκη­νή που λέ­γε­ται ότι θα πω­λη­θεί ο Λά­κυ στο πα­ζά­ρι εί­ναι σπα­ρα­κτι­κή αν και στα όρια της φάρ­σας, κα­θώς η δου­λεία εί­ναι πα­ρά­λο­γη και το πα­ρά­λο­γο έχει τε­λι­κώς τη δύ­να­μη να υπο­δου­λώ­νει τον άν­θρω­πο.

Εκεί που ο Α. Κα­μύ στην Πα­νού­κλα βά­ζει τον για­τρό Ριέ να αγω­νί­ζε­ται ανα­γνω­ρί­ζο­ντας ότι η μό­νη διέ­ξο­δος από το πα­ρά­λο­γο εί­ναι να κά­νει κα­νείς το κα­θή­κον του, ο Μπέ­κετ βά­ζει τέσ­σε­ρις χα­ρα­κτή­ρες να στέ­κο­νται ακί­νη­τοι, άπρα­κτοι, ανα­πο­φά­σι­στοι. Τε­λι­κώς και οι δύο μας θέ­τουν την ίδια πρό­κλη­ση γρά­φο­ντας την ίδια πε­ρί­που πε­ρί­ο­δο: θα πρέ­πει να λά­βου­με μια ξε­κά­θα­ρη θέ­ση όχι ρω­τώ­ντας ποιους χα­ρα­κτή­ρες συ­μπα­θού­με πε­ρισ­σό­τε­ρο αλ­λά ποιοι εί­ναι πιο κο­ντά στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τά μας. O Ριέ (ού­τως ή άλ­λως ο Κα­μύ τον πε­ρι­γρά­φει μό­νο του να μαρ­τυ­ρεί, όταν το πλή­θος πα­νη­γυ­ρί­ζει) ή οι μαρ­γω­μέ­νοι που πε­ρι­μέ­νουν; Οι δύο συγ­γρα­φείς μας πε­ρι­γρά­φουν τους ήρω­ές τους έγκλει­στους σε ένα άχρο­νο πε­ρι­βάλ­λον που κα­μιά λο­γι­κή πρό­βλε­ψη ή όποιο εγ­χεί­ρη­μα δια­χεί­ρι­σης του χρό­νου δεν μπο­ρεί να τους βοη­θή­σει. Πε­ρι­στοι­χί­ζο­νται από αό­ρα­τα αλ­λά υπαρ­κτά όρια σε ένα πα­ρόν που διαρ­κεί και επα­να­λαμ­βά­νε­ται. Ο εγκλει­σμός τους δεν εί­ναι μό­νο χω­ρι­κός αλ­λά και χρο­νι­κός και όσο κι αν θε­ω­ρή­σει κα­νείς πα­ρά­λο­γα τα δε­σμά του, αυ­τά εί­ναι υπαρ­κτά ως προς τα απο­τε­λέ­σμα­τά τους. Διό­λου τυ­χαία ο Κα­μύ (41) ση­μειώ­νει: «Όταν ξε­σπά ένας πό­λε­μος, οι άν­θρω­ποι λέ­νε: ‘Δεν θα διαρ­κέ­σει πο­λύ, εί­ναι ανό­η­το’. Μα κι αν ακό­μη ένας πό­λε­μος εί­ναι κά­τι ανό­η­το, αυ­τό δεν τον εμπο­δί­ζει να διαρ­κέ­σει.»


Ανα­ζη­τώ­ντας τον Θεό;

                Αγό­ρι (II): Τί να πω στον κύ­ριο Γκο­ντό, κύ­ριε;
                Βλαδ.: Να του πεις… να του πεις πως με εί­δες και πως… πως με εί­δες… (ΠΓ 102)

Η συ­ζή­τη­ση για το αί­νιγ­μα του Γκο­ντό έγι­νε με πά­θος την επο­χή που ήταν φλε­γό­με­νη η επι­θυ­μία να εξη­γη­θεί το μυ­στή­ριο του Θε­ού. Για αυ­τόν τον λό­γο αξί­ζει να γί­νει μια μι­κρή πα­ρέκ­βα­ση: Στη διάρ­κεια του πο­λέ­μου πολ­λοί βί­ω­σαν τη σιω­πή όταν αγω­νιω­δώς προσ­δο­κού­σαν μια προ­φα­νή και με αν­θρώ­πι­νες δια­στά­σεις πα­ρέμ­βα­ση κι άλ­λοι ήταν έτοι­μοι να ανταλ­λά­ξουν τον πυ­ρή­να της πί­στης τους με μια καί­ρια πρά­ξη διά­λυ­σης του φό­βου του θα­νά­του. Πολ­λοί ακό­μη ήταν έτοι­μοι να ανταλ­λά­ξουν τον αν­θρώ­πι­νο φό­βο για την ανυ­παρ­ξία με την ανυ­παρ­ξία του ίδιου του Θε­ού. Πό­σοι άρα­γε μέ­σα στην φρί­κη, στα κρε­μα­τό­ρια, στους τοί­χους των εκτε­λέ­σε­ων δεν προ­τί­μη­σαν αντί του Όντος έναν Θεό που ως σκλη­ρός πα­τέ­ρας θα έδι­νε ένα τέ­λος στην αγω­νία; Το με­τα­φυ­σι­κό ερώ­τη­μα έγι­νε έτσι ένα βα­σα­νι­στι­κό υπαρ­κτι­κό ερώ­τη­μα δη­λω­τι­κό του αν­θρώ­πι­νου τρό­που της βιω­τής και του δέ­ο­ντος: ο σύγ­χρο­νος άν­θρω­πος εν πολ­λοίς ανα­ζη­τού­σε τον εαυ­τό του, κα­θώς ανα­ρω­τιό­ταν αν η σιω­πή στα ερεί­πια ση­μα­το­δο­τού­σε τε­λι­κά απου­σία Θε­ού ή μια εντε­λώς άλ­λη ύπαρ­ξη. Όπου υπάρ­χει ο αν­θρώ­πι­νος πό­νος, το ερώ­τη­μα αυ­τό στά­ζει αλά­τι στις πλη­γές. Ο Shūsaku Endō (117) αρ­κέ­στη­κε να γρά­ψει δω­ρι­κά ανα­φε­ρό­με­νος στο υπαρ­ξια­κό βά­θος αυ­τής της σιω­πής: «…και σαν τη θά­λασ­σα ο Θε­ός ήταν σιω­πη­λός. Η σιω­πή Του συ­νέ­χι­σε… Αν δεν υπάρ­χει Θε­ός, πώς μπο­ρεί ο άν­θρω­πος να αντέ­ξει τη μο­νο­το­νία της θά­λασ­σας και τη σκλη­ρή έλ­λει­ψη συ­ναι­σθη­μά­των της;»

Το έρ­γο όμως του Μπέ­κετ δεν μας μι­λά για την ύπαρ­ξη του Θε­ού (ού­τε καν για τον Γκο­ντό) αλ­λά για αυ­τούς που τον πε­ρι­μέ­νουν. Αν ο Γκο­ντό ήταν ο Θε­ός – υπο­ψία που δεν επι­βε­βαιώ­θη­κε πο­τέ και ο ίδιος ο Μπέ­κετ το αρ­νή­θη­κε – στο έρ­γο μας γί­νε­ται σα­φές με κά­θε τρό­πο ότι δεν πρό­κει­ται να μά­θου­με τί­πο­τα γι’ Αυ­τόν ή για την ύπαρ­ξη Του, πα­ρά μό­νο για την ύπαρ­ξη αυ­τών που πε­ρι­μέ­νουν τον Γκο­ντό. Σκαν­δα­λί­ζει οπωσ­δή­πο­τε ως προς τις βε­βαιό­τη­τες αυ­τών που αυ­τά­ρε­σκα πε­ρι­κλεί­ουν με την άλω του αναμ­φί­βο­λου το δι­κό τους κε­νό. Ανα­στα­τώ­νει επί­σης η δυ­να­τό­τη­τα του έρ­γου να λει­τουρ­γεί (και) ως ένα κοί­λο κά­το­πτρο που αντα­να­κλά το πορ­τρέ­το των θε­α­τών (φέρ­νο­ντας κα­τά κά­ποιον τρό­πο στον νου τους στί­χους του Τζον Άσμπε­ρυ (23): «Κυ­ρί­ως το εί­δω­λό του, του οποί­ου το πορ­τραί­το / Εί­ναι το μό­λις με­τα­το­πι­σμέ­νο εί­δω­λο…»)

Τι μπο­ρεί να ανέ­με­ναν οι άν­θρω­ποι το 1950; Την απο­κα­τά­στα­ση, τη δι­καιο­σύ­νη, την τι­μω­ρία; Ίσως μάλ­λον ότι θα συ­νε­χί­σουν να ανα­μέ­νουν και την επό­με­νη μέ­ρα. Με­ρι­κές φο­ρές, όταν όλα έχουν γκρε­μι­στεί γύ­ρω, το να ανα­μέ­νει κα­νείς ότι θα ξη­με­ρώ­σει η αυ­ρια­νή (και ας εί­ναι ίδια με την τω­ρι­νή) γί­νε­ται το μο­να­δι­κό κλα­δί στον γκρε­μό της απελ­πι­σί­ας. Πι­θα­νώς γι’ αυ­τό οι χα­ρα­κτή­ρες δεν μας εί­ναι απο­κρου­στι­κοί αλ­λά προ­κα­λούν τη συ­μπά­θειά μας. Μας θυ­μί­ζουν κά­τι πο­λύ οι­κείο: τον εαυ­τό μας μι­κρό, γυ­μνό, κα­θη­με­ρι­νό να πε­ρι­μέ­νει απλώς την επό­με­νη μέ­ρα χω­ρίς με­γά­λα ορά­μα­τα, χω­ρίς ιδε­ο­λο­γία, χω­ρίς νό­η­μα και σκο­πό. Γε­λά­με λοι­πόν με τους δύο κλο­σάρ για να μην αφή­σου­με ού­τε στιγ­μή τον εαυ­τό μας να πι­στέ­ψει ότι εμείς εί­μα­στε πά­νω στη σκη­νή. Δεν ανα­φέ­ρε­ται το έρ­γο στον Θεό αλ­λά στους αν­θρώ­πους που πι­στεύ­ουν σε έναν Θεό, στην ιδε­ο­λο­γία τους, στον Φύ­ρερ, στο κε­νό, στο τυ­χαίο, ακό­μη και σε εκεί­νους που πι­στεύ­ουν ότι μπο­ρούν να συ­νε­χί­σουν να υπάρ­χουν και να πε­ρι­μέ­νουν χω­ρίς να πι­στεύ­ουν τί­πο­τα. Πρό­κει­ται συ­νε­πώς για μια αν­θρω­πο­λο­γία και όχι για θε­ο­λο­γία. Οι δύο κλο­σάρ ζώ­ντας στο τί­πο­τα εί­ναι αυ­θε­ντι­κά μο­ντέρ­νες φι­γού­ρες και το μό­νο που πραγ­μα­τι­κά θέ­λουν εί­ναι να ανα­κοι­νώ­σει κά­ποιος την ύπαρ­ξή τους (ΠΓ 102).


Ανα­ζη­τώ­ντας τον χρό­νο;

                Εστρ: Πά­με να φύ­γου­με.
                Βλαδ: Δεν μπο­ρού­με.
                Εστρ.: Για­τί;
                Βλαδ.: Πε­ρι­μέ­νου­με τον Γκο­ντό.
                Εστρ: Α, ναι. (ΠΓ 56)

Το εδώ του έρ­γου σκη­νο­γρα­φεί­ται σε έναν εξο­χι­κό δρό­μο και το τώ­ρα προσ­διο­ρί­ζε­ται ως σού­ρου­πο, ού­τε πρωί ού­τε βρά­δυ δη­λα­δή (15-16). Στη μέ­ση πε­ρί­που του έρ­γου (ΠΓ 59) ένα νέο πρό­σω­πο, το αγό­ρι, δί­νει μια και­νούρ­για ώθη­ση προς το τί­πο­τα. Ανα­κοι­νώ­νει ότι ο Γκο­ντό δεν θα έρ­θει σή­με­ρα αλ­λά αύ­ριο. Εφό­σον όμως δεν γνω­ρί­ζου­με ποιο εί­ναι το σή­με­ρα ού­τε και το αύ­ριο έχει υπό­στα­ση σε μια ατέρ­μο­νη επα­νά­λη­ψη του εδώ και του τώ­ρα (που έχει ού­τως ή άλ­λως από και­ρό απο­ϋ­λο­ποι­η­θεί). Όσο πιο στέ­ρεα γί­νε­ται κα­τα­νοη­τό ότι δεν θα έλ­θει ο Γκο­ντό τό­σο απο­σαρ­θρώ­νε­ται η ενό­τη­τα του εδώ και τώ­ρα και τού­το προ­δια­θέ­τει για την πι­κρή πα­ρα­δο­χή ότι και η ίδια η ύπαρ­ξη ως το κου­κού­τσι μέ­σα στο χω­ρο­χρο­νι­κό κέ­λυ­φος θα αφή­σει την επί­γευ­ση ενός λά­θους. Τί μπο­ρεί να ξέ­ρει τε­λι­κά ο άν­θρω­πος αν το χθες, το σή­με­ρα και το αύ­ριο, όπως και το εδώ και το αλ­λού τυ­λί­γο­νται απα­ρά­λα­χτα σε κου­βά­ρι; Αφού λοι­πόν οι δυο φί­λοι δεν ξέ­ρουν τί­πο­τα, φαί­νε­ται φυ­σι­κό (19) ότι στο δί­λημ­μα να αυ­το­κτο­νή­σουν ή όχι απο­φα­σί­ζουν να μην κά­νουν τί­πο­τα και να πε­ρι­μέ­νουν να δουν τι θα τους πει ο Γκο­ντό.

Πώς βιώ­νε­ται όμως η ζωή έξω από τις ση­μα­δού­ρες της χρο­νι­κό­τη­τάς της; Ως μο­νό­το­νη επα­νά­λη­ψη, σαν ένα ρο­λόι που λει­τουρ­γεί αλ­λά δεν έχει δεί­κτες, όπως τα συμ­βά­ντα και οι ερω­τή­σεις στο έρ­γο που επα­να­λαμ­βά­νο­νται διαρ­κώς. Ένας χρό­νος δια­κε­κομ­μέ­νος χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται κυ­ρί­ως από ρή­ξεις και από δια­δο­χι­κά ση­μεία που θραύ­ο­νται και γί­νο­νται αντι­λη­πτά πε­ρισ­σό­τε­ρο ως spolia πά­ρα ως συ­νέ­χεια. Δι­καί­ως ο Bauman (49) πε­ρι­γρά­φο­ντας την κοι­νω­νι­κή μας συν­θή­κη δε­κα­ε­τί­ες με­τά το Πε­ρι­μέ­νο­ντας τον Γκο­ντό κά­νει λό­γο για πουα­ντι­γι­στι­κό χρό­νο που υπο­στα­σιο­ποιεί­ται σε «αιώ­νια στιγ­μιαί­ες… πε­ρί­κλει­στες μο­νά­δες». Φαί­νε­ται λοι­πόν να συ­ντε­λεί­ται στη νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τα -και το έρ­γο του Μπέ­κετ το υπο­νο­εί- ένας επα­να­προσ­διο­ρι­σμός της χρο­νι­κής ανα­φο­ράς του σκε­πτό­με­νου υπο­κει­μέ­νου στο εδώ και τώ­ρα: η εμπει­ρία του σύγ­χρο­νου αν­θρώ­που δεν μοιά­ζει τό­σο με την ολύ­μπια και συ­μπα­γή συν­θή­κη του σκέ­φτο­μαι άρα υπάρ­χω αλ­λά μάλ­λον με μια ιλιγ­γιώ­δη πε­ρι­δί­νη­ση απροσ­διο­ρι­στί­ας σύμ­φω­να με το «πε­ρι­μέ­νου­με άρα κά­τι εί­ναι να έρ­θει». Η (ηθε­λη­μέ­να) από­λυ­τη εμπι­στο­σύ­νη στην πο­ρεία που δια­γρά­φει το βέ­λος της ιστο­ρί­ας, η αυ­τα­πά­τη μιας συ­νε­χούς και ευ­θεί­ας πο­ρεί­ας προς την «πρό­ο­δο», η πε­ποί­θη­ση πως ό,τι εί­ναι εμπρός μας σί­γου­ρα έρ­χε­ται και σί­γου­ρα θα αντα­πο­κρι­θεί στις προ­σμο­νές εί­ναι άσαρ­κες (και άρα άχρο­νες) φα­ντα­σιώ­σεις. Οι ήρω­ες πε­ρι­μέ­νουν αλ­λά δεν λέ­νε τί ακρι­βώς επι­θυ­μούν να πε­τύ­χουν όταν ο Γκο­ντό φθά­σει. Αν επι­θυ­μεί κα­νείς τα πά­ντα, δεν επι­θυ­μεί τί­πο­τα συ­γκε­κρι­μέ­νο.

Η αυ­λαία φαί­νε­ται έτσι να ανοί­γει ακρι­βώς τη στιγ­μή που τε­λειώ­νει το έρ­γο, κα­θώς εκεί ακρι­βώς που όλοι ανα­μέ­νουν το με­τά (τον πό­λε­μο, το αί­μα, την συ­ντρι­βή) απλώ­νε­ται με­γα­λο­πρε­πώς το άχρο­νο τέλ­μα του αν­θρώ­πι­νου πο­λι­τι­σμού. Από αυ­τήν την άπο­ψη «Η επο­χή μας δεν εί­ναι αθλιό­τε­ρη από τις άλ­λες» (38), κα­θώς όλες οι επο­χές μοιά­ζουν να εί­ναι το ίδιο εφό­σον δεν έχου­με συ­νεί­δη­ση της κα­τά­στα­σής μας. Το μή­νυ­μα βέ­βαια δεν εί­ναι ότι κά­θε προ­σπά­θεια εί­ναι μά­ταιη. Κά­θε άλ­λο. Ο συγ­γρα­φέ­ας χλευά­ζει την αυ­τα­πά­τη της «αυ­τό­μα­της αλ­λα­γής επί τα βελ­τίω». Ας αφή­σου­με για μια στιγ­μή τον Βλα­δί­μη­ρο και τον Εστρα­γκόν και ας σκε­φτού­με τους αν­θρώ­πους στην ου­ρά του σου­περ­μάρ­κετ και της τρά­πε­ζας, στα συσ­σί­τια, στη στά­ση του λε­ω­φο­ρεί­ου, στην αγω­νία ενός αεί­πο­τε επερ­χό­με­νου έρω­τα. Θα μπο­ρού­σα­με άρα­γε να δού­με την άσκη­ση του ορ­θο­λο­γι­κού νο­είν ή θα βλέ­πα­με την παλ­λό­με­νη επι­θυ­μία να έρ­θει ό,τι κι αν εί­ναι να έρ­θει κι ας (μην) τα­ρά­ξει την στα­σι­μό­τη­τα;

Ο Μπέ­κετ δεν προ­βάλ­λει μια απά­ντη­ση επ’ αυ­τών ενώ η γλώσ­σα των ηρώ­ων του έχει την ίδια με τον χρό­νο απο­σπα­σμα­τι­κό­τη­τα. Αρ­κεί μό­νο να με­τρή­σει κα­νείς πό­σες φο­ρές οι ήρω­ες λέ­νε «αντίο» ή «φεύ­γου­με» και στη συ­νέ­χεια πα­ρα­μέ­νουν ακί­νη­τοι. Άρα­γε αυ­τό δεί­χνει ότι η γλώσ­σα έχει χά­σει την επι­τε­λε­στι­κό­τη­τά της ή ότι έχει απο­κα­λυ­φθεί ο ίδιος της ο πυ­ρή­νας σε σχέ­ση με τον κό­σμο της; Αν ο κό­σμος στα­μα­τά­ει και ο χρό­νος κα­θί­στα­ται ψευ­δαί­σθη­ση τό­τε και η γλώσ­σα γί­νε­ται παί­γνιον ακί­νη­το. Σε έναν θρυμ­μα­τι­σμέ­νο κό­σμο η γλώσ­σα θρυμ­μα­τί­ζε­ται κι αυ­τή: ψη­φία και ατο­μι­κό­τη­τες διά­χυ­τες στο έρη­μο το­πίο εί­ναι το γνώ­ρι­μο πε­ρι­βάλ­λον του θε­α­τρι­κού. Ίσως να εί­ναι ο κό­σμος μας έτσι όπως εί­ναι φτιαγ­μέ­νος με την ύπαρ­ξη πολ­λών προ­σώ­πων, με τον λό­γο τους, την εί­σο­δο και την έξο­δο στη σκη­νή της ζω­ής μας και την αλ­λα­γή των δια­φό­ρων ρό­λων που απο­τρέ­πει τε­λι­κά την αί­σθη­ση της ερή­μω­σης. Στο έρ­γο ο ανε­ξή­γη­τος τρό­πος εμ­φά­νι­σης και από­συρ­σης των προ­σώ­πων επι­τεί­νει τη σύγ­χυ­ση σε ένα πρώ­το επί­πε­δο αλ­λά αν εί­ναι αρ­κε­τά γεν­ναί­ος ο θε­α­τής ώστε να μην ανα­ζη­τή­σει μια συ­γκε­κρι­μέ­νη αι­τιό­τη­τα στο γε­γο­νός ότι βρα­διά­ζει ή ότι τα πά­ντα επα­να­λαμ­βά­νο­νται, τό­τε ίσως μπο­ρεί να δει κα­λύ­τε­ρα τα θε­μέ­λια της Βα­βέλ, την ίδια την ρευ­στό­τη­τα της κοι­νω­νι­κής μας ύπαρ­ξης.

Ένα ση­μεί­ω­μα για το Πε­ρι­μέ­νο­ντας τον Γκο­ντό δεν μπο­ρεί πο­τέ να τε­λειώ­σει, κα­θώς το έρ­γο φτιά­χτη­κε για να ρη­μά­ξει τα­κτο­ποι­η­μέ­νες κα­τα­σκευ­ές που εδρά­ζο­νται στην ψευ­δαί­σθη­ση της αρ­χής-μέ­σης-τέ­λους. Άλ­λω­στε, ας μην ξε­χνά­με στιγ­μή ότι σε ένα έρ­γο δια­βά­ζου­με «όχι τις φλό­γες μα τα απο­μει­νά­ρια της πυρ­κα­γιάς » Williams («We read: not the flames / but the ruin left / by the conflagration», 123). Κά­θε σύμ­πτω­ση πά­ντως με την κα­τά­στα­ση εκα­τομ­μυ­ρί­ων αν­θρώ­πων σή­με­ρα που εγκλω­βι­σμέ­νοι στα σπί­τια τους ανα­μέ­νουν τον με­τα-παν­δη­μι­κό κό­σμο δεν εί­ναι σε κα­μιά πε­ρί­πτω­ση τυ­χαία, κα­θώς βιώ­νουν έναν κό­σμο απο­λύ­τως ακί­νη­το πα­ρά την ιλιγ­γιώ­δη πε­ρι­δί­νη­σή του (ή μή­πως εξαι­τί­ας αυ­τής νο­μί­ζουν ότι εί­ναι ακί­νη­τοι;). Επει­δή στιγ­μιαία η μνή­μη μπο­ρεί να μας θυ­μί­σει ότι εί­μα­στε δυ­στυ­χι­σμέ­νοι (ΠΓ, 58), το έρ­γο του Μπέ­κετ εί­ναι πά­ντα επι­κίν­δυ­νο. Μέ­σα στο γέ­λιο που προ­κα­λεί μια φάρ­σα μπο­ρεί να πνι­γού­με από έναν κό­μπο αλή­θειας. Το δρά­μα της αν­θρώ­πι­νης δια­σχε­σια­κό­τη­τας πα­ρου­σιά­ζε­ται άλ­λο­τε τρυ­φε­ρά κι άλ­λο­τε σκλη­ρά μέ­σα από την σχέ­ση των δύο κλο­σάρ που πο­νούν, κα­θώς η μο­να­ξιά ενός αν­θρώ­που γί­νε­ται υπαρ­κτή σε σχέ­ση με άλ­λους αν­θρώ­πους, όταν κά­ποιος την πα­ρα­τη­ρεί ή όταν σε κά­ποιον απευ­θύ­νε­ται το πα­ρά­πο­νο. Ίσως μά­λι­στα όλα να γί­νο­νται μπρο­στά στα μά­τια μας για να ανα­φω­νή­σου­με στο τέ­λος ο ένας στον άλ­λον ό,τι εί­πε ο Βλα­δί­μη­ρος όταν ξύ­πνη­σε τον Εστρα­γκόν: «ένιω­θα μο­να­ξιά» (17)! Όπως και να έχει εί­τε στο όνει­ρο νο­μί­ζου­με πως εί­μα­στε ξύ­πνιοι και ζού­με εί­τε ζώ­ντας προ­τι­μά­με τη δια­φυ­γή στο υπέρ-λο­γο του ονεί­ρου το ερώ­τη­μα πα­ρα­μέ­νει ζω­ντα­νό και αιχ­μη­ρό σαν καρ­φί στην πα­λά­μη: «Μή­πως κοι­μό­μουν όταν οι άλ­λοι υπέ­φε­ραν;» (101)

ΑΝΑΦΟΡΕΣ
Σ. Μπέ­κετ, Πε­ρι­μέ­νο­ντας τον Γκο­ντό (μτ­φρ. Αλ. Πα­πα­θα­να­σο­πού­λου), Ύψι­λον 1994.
Π. Τσέ­λαν, Ο Με­σημ­βρι­νός και άλ­λα πε­ζά (μτ­φρ. Γ. Σα­γκριώ­της), Άγρα 2006.
Ρ. Σαρ, Φύλ­λα του Ύπνου, (μτ­φρ.-ει­σαγ. Θ. Χα­τζό­που­λος), Πό­λις 2017.
P. Freire, Η αγω­γή του κα­τα­πιε­ζό­με­νου (μτ­φρ. Γ. Κρη­τι­κός), εκδ. Ράπ­πα 1977.
A. Κα­μύ, La Peste, Gallimard.
S. Endō, Silence. Taplinger Pub. Co 1980.
J. Ashbery, Αυ­το­προ­σω­πο­γρα­φία σε κυρ­τό κά­το­πτρο (μτ­φρ. Χά­ρης Βλα­βια­νός), Νε­φέ­λη 1999.
W. C. Williams, Paterson, (rev. by C. MacGovan), New Directions Books 1992.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: